Εχοντας προσληφθεί ως μπράβος από τοκογλύφους, ένας άντρας εκφοβίζει και απειλεί αυτούς που χρωστάνε ώστε να επιστρέψουν τα χρήματα που έχουν δανειστεί. Μια ημέρα, μια γυναίκα εμφανίζεται μπροστά του και ισχυρίζεται ότι είναι η μητέρα του. Ο άντρας την απορρίπτει ψυχρά στην αρχή, όμως σταδιακά την δέχεται στη ζωή του. Τότε είναι που αποφασίζει να εγκαταλείψει τη σκληρή δουλειά του και να ζήσει μια φυσιολογική, πιο κόσμια και λογική ζωή. Ξαφνικά όμως η μητέρα του απαγάγεται. Υποθέτοντας ο ίδιος ότι πιθανώς να είναι κάποιος από το παρελθόν που του έχει φερθεί βίαια, ξεκινάει και βλέπει έναν έναν αυτούς που είχε κάποτε ενοχλήσει ώστε να βρει τη μητέρα του. Τελικά βρίσκει τον απαγωγέα για να έρθει αντιμέτωπος όμως με τρομερά σκοτεινά μυστικά του παρελθόντος που τον φοβίζουν πραγματικά, και που είναι προτιμότερο να μην τα είχε μάθει ποτέ.
Δεν είναι τυχαίο πως το «Pieta» γεννήθηκε ακριβώς την εποχή όπου ο Κιμ Κι Ντουκ έζησε μια βασανιστική περίοδο ενδοσκόπησης, αποσυρμένος από τα εγκόσμια και αποφασισμένος να αφήσει πίσω του το ένδοξο παρελθόν που τον είχε ανακηρύξει – με 17 ταινίες μέσα σε 15 χρόνια - σε μια από τις πιο υπολογίσιμες δυνάμεις του ασιατικού σινεμά, τόσο εντός φεστιβαλικού κυκλώματος αλλά και στις αίθουσες του πλανήτη.
Ούτε φυσικά είναι τυχαίο πως μετά το «Arirang», την αυτοβιογραφική ταινία που ο Κιμ Κι Ντουκ γύρισε μέσα στο παράπηγμα όπου ζούσε απομονωμένος στη μέση του πουθενά και παρουσίασε αυτοπροσώπως στο Φεστιβάλ των Καννών πριν από δύο χρόνια, ήταν λίγοι αυτοί που διατήρησαν ζωντανή την ελπίδα πως κάποια μέρα ο σκηνοθέτης του «Ανοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνα και Ανοιξη» και του «3-Iron») θα μπορούσε να γυρίσει ξανά μια «κανονική» Κιμ Κι Ντουκ ταινία.
Αν, όμως, ισχύει πως ακόμη και στη ζωή ενός καλομαθημένου (για πολλούς και όχι άδικα υπερεκτιμημένου) δημιουργού χρειάζεται μόνο μια στιγμή για να ανατρέψει τα πάντα, αυτή η στιγμή για τον Κιμ Κι Ντουκ ήταν όταν συνειδητοποίησε πως δεν υπάρχει καμία λύτρωση αν πριν δεν έχει προηγηθεί η φρίκη.
Αυτή η διαδρομή – από την αποκτήνωση στο καθ’ ομοίωσιν - είναι η ιστορία του «Pieta» που δεν τιτλοφορείται τυχαία «οίκτος» και φέρει ηθελημένα πάνω σε κάθε λεπτομέρειά της τις «ευλογίες» της εικόνας της Παρθένου Μαρίας να κρατά στα χέρια της το νεκρό σώμα του Χριστού έτσι όπως την άφησε στην αθανασία ο Μικελάντζελο και η βαθιά παράδοση της χριστιανικής τέχνης.
Τραβώντας στα άκρα και τις δύο πλευρές – τη φρικιαστική και τη μελοδραματική - αυτής της διαδρομής, ο Κιμ Κι Ντουκ ξαφνιάζει σε όλη τη διάρκειά της: ό,τι ξεκινάει σαν την ιστορία ενός στυγνού εκτελεστή που δουλεύει για λογαριασμό ενός τοκογλύφου, αφήνοντας ανάπηρους τους δανειστές του προκειμένου να πληρώσουν τα χρέη τους από την κρατική αποζημίωση, αλλάζει τελείως μορφή όταν στην ζωή του εμφανίζεται μια γυναίκα που υποστηρίζει πως είναι η μητέρα του που τον εγκατέλειψε στη γέννα και μαζί η αγάπη που θα νιώσει για πρώτη φορά στη ζωή του.
Σε ένα κύκλο βίας που κρατά αδιάκοπα φυλακισμένους τους καταδικασμένους ήρωες του και με φόντο μια χώρα όπου οι άνθρωποι θυσιάζουν τα μέλη του σώματος τους για μια καλύτερη ζωή, όπου το χρήμα είναι ο σημαντικότερος λόγος για να πεθάνεις και που η «θρησκεία» που επικρατεί είναι ο... καπιταλισμός, ο Κιμ Κι Ντουκ αναποδογυρίζει τους όρους ενός τυπικού μελοδράματος για να αφηγηθεί μια σύγχρονη παραβολή πάνω σε όσα λίγα χωρίζουν την εκδίκηση από τη συγχώρεση και την εξιλέωση από την τιμωρία.
Παραδίδοντας τελικά ένα γνήσιο μελόδραμα στη συσκευασία μιας ταινίας εκδίκησης. Ενα τρυφερό δράμα ειπωμένο με σκηνές αποτρόπαιης βίας. Ενα χριστιανικό ύμνο βγαλμένο λες μέσα από το περίσσευμα της ανθρώπινης δυστυχίας και φρίκης. Ενα τελείως πεσιμιστικό αλλά βαθιά λυτρωτικό δοκίμιο πάνω στην άφεση αμαρτιών. Ενα βιβλικών διαστάσεων νεορεαλιστικό θρίλερ που ήδη από την πρώτη σκηνή και μέχρι το κάτι περισσότερο από λυρικό φινάλε του σε συνεπαίρνει με τον τρόπο που οδηγεί τους ήρωες του στην κάθαρση.
Σε μια διαδρομή που παρακολουθείς συνεχώς με τα μάτια κλειστά από τη φρίκη, αλλά με την καρδιά και όλες τις αισθήσεις διάπλατα ανοιχτές.
Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη του Κιμ Κι Ντουκ στο Flix.