Ο πιο γνωστός Αυστριακός σκηνοθέτης μετά τον Μίκαελ Χάνεκε (αλλά αρκετά μετά…), έχει αποκτήσει το δικό του φανατικό κοινό που περιμένει με ανυπομονησία πότε ο Ούλριχ Ζάιντλ, ως άλλο χέρι του Θεού, θ’ αποφασίσει να εκθέσει τα ελαττώματα των ανθρώπων, να τους κρίνει με την κάμερά του και να αποκαλύψει την κοινωνία ως ένα ακόμα freak show. Με το «Import Export» αλλά και τις παλιότερες ταινίες του, όπως το «Models» ή το «Dog Days» ο Ζάιντλ έκανε ακριβώς αυτό, δυναμώνοντας κάθε φορά το βαθμό αποστροφής, αηδίας και, φυσικά, αυτοκριτικής του θεατή, μια και οι ήρωες της οθόνης ζούσαν όχι κάπου μακριά, αλλά μάλλον στο διπλανό κάθισμα. Μπορεί το σινεμά του Ζάιντλ ν’ αγγίζει το exploitation – ή, από την άλλη πλευρά, ένα μηδενιστικό κοινωνικό σχολιασμό – αυτή του όμως η οξύτητα είναι που του έχει χαρίσει όχι μόνο βραβεία, αλλά και μια σειρά πιστών θαυμαστών. Γι’ αυτό και το «Paradise: Love», πολύ πιο μετριοπαθές και ισορροπημένο, μάλλον απογοητεύει τους fans και βρίσκει το κοινό του στους πρώην εχθρούς!
Το «Paradise: Love», που έκανε την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ Κανών, είναι το πρώτο μέρος της τριλογίας του Ζάιντλ, με δεύτερο το «Paradise: Faith» που προβλήθηκε στη Βενετία και τρίτο το «Hope» που λανσαρίστηκε αυτές τις μέρες στο Φεστιβάλ Βερολίνου.
Η Τερέζα είναι μια 50χρονη γυναίκα που ζει στη Βιέννη και δουλεύει ως κοινωνική λειτουργός με πάσχοντες από το σύνδρομο Ντάουν. Ως ηρωίδα του Ζάιντλ, είναι φυσικά πασίχοντρη, γκρινιάρα, απωθητική και όχι πρώτο μυαλό! Η Τερέζα αφήνει την έφηβη κόρη της σε μια φίλη και πηγαίνει διακοπές διαρκείας στην Κένυα, όπου σταδιακά εθίζεται στον ντόπιο πληθυσμό. Η Τερέζα γίνεται «sugar mamma», μία δηλαδή από τις εκατοντάδες λευκές μεσήλικες βορειοευρωπαίες που επισκέπτονται κάθε χρόνο την Κένυα και «νοικιάζουν» από ένα ντόπιο αγόρι, ανταλλάσσοντας χρήματα με σεξ και φρούδες υποσχέσεις αιώνιας αγάπης.
Ο Ζάιντλ είναι, πέρα από τις θεματικές προθέσεις του, εξαιρετικός σκηνοθέτης και δημιουργεί σκηνές με αριστοτεχνική δομή, πανέμορφη φωτογραφία και δυνατή ατμόσφαιρα γεμάτη περιεχόμενο. Μέσα σ’ αυτά τα πλάνα τοποθετεί το απόγειο της αμοιβαίας εκμετάλλευσης. Η Τερέζα και οι «φίλες» της εξασκούν την παράδοση της αποικιοκρατίας, αντιμετωπίζουν τους Κενυάτες ως αντικείμενα έτοιμα να προσφέρουν υπηρεσίες και ηδονίζονται στην ιδέα και μόνο ότι στην Αφρική υπάρχει γι’ αυτές μια παιδική χαρά χωρίς ενοχές. Από την άλλη πλευρά, οι Κενυάτες ξεζουμίζουν τις sugar mammas, ζητώντας τους (και παίρνοντας) χρήματα για να καλύψουν τις ανάγκες τις δικές τους και όλης τους της οικογένειας. Η ιδιότυπη αυτή πορνεία είναι, μάλιστα, απόλυτα θεσμοθετημένη, με τους νεαρούς να γνωρίζουν αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά κι όποια άλλη γλώσσα μπορεί να τους φανεί χρήσιμη και με την εκεί κοινότητα να αποδέχεται και να υποστηρίζει το εμπόριο της μαύρης σάρκας ως «είδος με μεγάλη ζήτηση».
Φυσικά ο Ζάιντλ υποκύπτει στον πειρασμό να κινηματογραφήσει με κάθε λεπτομέρεια, τόσο τα λευκά, κοκκινισμένα από τον ήλιο, ολόγυμνα σώματα των γυναικών, που ξεχειλίζουν λίπος, χαλάρωση και πολιτισμικό κορεσμό, όσο και τα κατάμαυρα, στιλπνά, αθλητικά σώματα των Κενυατών με τα φημισμένα προσόντα. Εκεί, ωστόσο, που ο Ζάιντλ κερδίζει με αυτήν την ταινία το στοίχημα της ηδονοβλεπτικής εκμετάλλευσης, είναι η απόλυτη ισορροπία με την οποία παρουσιάζει το παιχνίδι του θύτη και του θύματος. Τόσο η Τερέζα όσο και οι Κενυάτες εραστές της είναι άνθρωποι κατεστραμμένοι, χωρίς προοπτικές, που «αγοράζουν» ο ένας από τον άλλο μια δόση ευτυχίας – πλαστής, ενδεχομένως μεμπτής, αλλά σε κάθε περίπτωση μοναδικής. Οι όροι αντιστρέφονται ανά πεντάλεπτο και στα ασπρόμαυρα ντουέτα εάν ο ένας είναι κερδισμένος, τότε αυτόματα είναι και ο άλλος.