Ο πόλεμος… Ο πόλεμος ποτέ δεν αλλάζει.
Και το ίδιο θα μπορούσε να πει κάποιος και για τη νέα ταινία του Μίκαελ Χάφστρομ, ο οποίος επιστρέφει έπειτα από οχτώ χρόνια στο Χόλιγουντ με μια ακόμα ταινία δράσης η οποία δεν έχει να τίποτα να προσφέρει παραπάνω από τις άλλες του είδους της, καθώς προσπαθεί, μάταια, να γίνει το πολεμικό δράμα επιστημονικής φαντασίας με το σκληρό αντιπολεμικό μήνυμα που (δεν) μας έλειπε.
Βρισκόμαστε στο 2036 όπου ένας Αμερικάνος πιλότος drone, ο Χαρπ, προσφέρει κι αυτός την πολύτιμή του βοήθεια στον πόλεμο στην Ανατολική Ευρώπη, κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία, μαζί με στρατιωτικά ρομπότ, τα Gumps, τα οποία έχουν προγραμματιστεί να καταστρέψουν τον εχθρό και να προστατεύουν τους στρατιώτες. Κατά την διάρκεια μιας δύσκολης βραδιάς, ο Χαρπ παίρνει μια δύσκολη κι αμφιλεγόμενη απόφαση η οποία έχει ως αποτέλεσμα την σφαγή μιας σχεδόν ολόκληρης διμοιρίας. Ετσι μεταφέρεται από τα γραφεία και τις οθόνες των υπολογιστών εκτός στρατοπέδου, όπου και συνεργάζεται μαζί με τον Λίο, ένα ανδροειδές αξιωματικό, ο οποίος θα του δείξει την πραγματικότητα που πολέμου. Αλλά γρήγορα ο Χαρπ ανακαλύπτει πως ο Λίο έχει την δική του ατζέντα.
Οσο περισσότερο χρόνο αρχίζεις να αφιερώνεις στην ταινία τόσο καταλαβαίνεις πως το «Φονική Ζώνη» πρόκειται στην ουσία για το «Training Day» με μοναδική διαφορά ότι διαδραματίζεται απλά στο μέλλον, μέχρι σχεδόν και την τελευταία λεπτομέρεια όσο αφορά την πλοκή του. Μόνο που εδώ τίποτα δεν δείχνει να πλησιάζει το σθένος και την δυναμική της ταινίας του Αντουάν Φουκουά. Στοιχειώδης δράση, κλισέ σασπένς, μισοψημένο μείγμα βίας και μελοδραματισμού, δισδιάστατοι προς το χάρτινοι χαρακτήρες. Ανία.
Ο Χάφστρομ προσπαθεί να χτίσει την ταινία του γύρω από τους δυο πρωταγωνιστές του, τον Ντάμσον Ιντρις, ο οποίος παίζει τον στρατιώτη που στηρίζει όλες του τις αποφάσεις στην ψυχρότητα της λογικής, και τον Αντονι Μακί, το ανδροειδές το οποίο μοιάζει να έχει περισσότερο συναίσθημα και δείχνει πιο ανθρώπινο από ότι ο συνάδελφός του. Κάπου μέσα σε όλο αυτό κρύβεται μια έξυπνη ειρωνεία, μόνο που χρησιμοποιώντας αυτή την περίεργη διχοτόμηση των ηρώων του, χωρίς να έχει να πει κάτι το ουσιώδες πέρα από το να δείξει την ιδιοτροπία των χαρακτήρων τους, η ταινία μοιάζει να περιπλέκεται άσκοπα μέσα σε μια υπερβολική δόση άχρηστων πληροφοριών, ώσπου τα πάντα ξεθυμαίνουν μέχρι τον βαθμό της πλήρους αδιαφορίας.
Εκεί που η «Φονική Ζώνη» κερδίζει τις εντυπώσεις είναι στα αρκετά καλοφτιαγμένα του εφέ που φαίνεται να ταιριάζουν απόλυτα με την παραφωνία των σκηνών δράσης, κάτι που μας κάνει όμως να αναρωτιόμαστε πόσο πρόθυμο είναι το Netflix να ρίξει τόσα πολλά λεφτά σε παραγωγές όπως αυτές οι οποίες, πέρα από το οπτικό θέαμα που ίσως προσφέρουν, δεν καταφέρνουν ποτέ να ξεπεράσουν την b-movie λογική τους. Απάντησή δεν αναμένεται στο άμεσο μέλλον.