Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για το ανεπίσημο sequel του «Braveheart» όμως, στην ουσία, ο «Επικηρυγμένος Βασιλιάς» του Ντέιβιντ Μακένζι επιχειρεί να κάνει πολλά περισσότερα από το να στηριχτεί απλά στο βάρος της Ιστορίας. Ναι, είναι ένα πλούσιο οπτικά φιλμ που δεν στερείται εντυπωσιακών σκηνών μάχης τόσο στα highlands όσο και μέσα στα δάση της Σκωτίας. Και ναι, η ταινία αφηγείται (με ό,τι αυτό συνεπάγεται συναισθηματικά για τον δημιουργό της) στην πραγματικότητα τα κρίσιμα ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν στα πρώτα χρόνια της σκωτσέζικης ανεξαρτησίας.
Ωστόσο, όπως είναι φανερό και από το παρελθόν της φιλμογραφίας του Μακένζι («Γροθιές στους Τοίχους», «Η Αίσθηση του Ερωτα», «Πάση Θυσία») και την επιμονή του στο κοινωνικό σινεμά, ο αυτοσκοπός δεν είναι απλά η δημιουργία ενός ιστορικού έπους αλλά η ανακάλυψη των ανθρώπων πίσω από τα γεγονότα και η εξερεύνηση των συνθηκών που έδωσαν την αφορμή για την ιστορική αλλαγή.
Με πρωταγωνιστή τον Ροβέρτο Α΄ της Σκωτίας ή Ροβέρτο Μπρους, έναν από τους σημαντικότερους ήρωες της Σκωτσέζικης Ιστορίας, η ταινία ξεκινά λίγο πριν από τον θάνατο του Γουίλιαμ Γουάλας, την στιγμή που η Αγγλία επιβάλλει την ισχύ της στις δύο Σκωτσέζικες οικογένειες που θα ήταν οι επικρατέστερες για την διεκδίκηση της εξουσίας. Σε ένα μονόπλανο διάρκειας 8 λεπτών, ο Μακένζι αποτυπώνει τις λεπτές ισορροπίες που αποτρέπουν μια ακόμα πιθανή μάχη, υπογραμμίζει τα ψεύτικα χαμόγελα μιας εύθραυστης συμμαχίας, υπονοεί την απειλή αλλά και τον κίνδυνο πίσω από τα λόγια και συστήνει τους ήρωές του όσο ένα κάστρο καταστρέφεται επιδεικτικά στο φόντο του κάδρου του.
Ο ίδιος ο Γουάλας δεν εμφανίζεται ποτέ στην οθόνη, μόνο οι ταμπέλες που ανακοινώνουν την εκτέλεσή του και τα κομματιασμένα μέλη του σώματός του που διασκορπίζονται ανά την επικράτεια μαρτυρούν την ύπαρξή του. Ο Ροβέρτος Μπρους όμως παρουσιάζεται ως η φυσική του συνέχεια, ως ο ήρωας που ξεκινά έναν φαινομενικά μάταιο ανταρτοπόλεμο για να τον ολοκληρώσει με μια εντυπωσιακή μάχη στο Λούντουν Χιλ, σε μία πορεία που περιλαμβάνει προδοσίες, απώλειες, άφθονο αίμα και μερικές φρικιαστικές σκηνές που θα έκαναν περήφανους τους παραγωγούς του «Game of Thrones».
O Μακένζι δεν έχει εμπειρία στις απαιτήσεις μιας μεγάλης παραγωγής και αυτό προδίδεται από τον ασταθή ρυθμό με τον οποίο αναπτύσσεται η ιστορία του. Σκηνές που στοχεύουν στην τρισδιάστατη απεικόνιση των ηρώων φαίνεται να διακόπτονται ξαφνικά από μια μεγαλειώδη σκηνή μάχης. Αντιστρόφως, σκηνές δράσης που όντως εντυπωσιάζουν με την τραχύτητα και την ορμή τους μοιάζουν να κόβουν αναγκαστικά ταχύτητα για να αναπτυχθεί στη θέση τους το κοινωνικό κομμάτι της ιστορίας.»
Ο Μακένζι ακολουθεί τον ήρωά του από κοντά προσπαθώντας να δικαιολογήσει τόσο την χαρισματική του παρουσία όσο και τις αμφιλεγόμενες λεπτομέρειες της βιογραφίας του. Ο Ροβέρτος Μπρους πέρα από ιστορικός ήρωας δεν παύει να είναι και ο δολοφόνος του κυριότερου πολιτικού του αντίπαλου και ο Μακένζι κινηματογραφεί τις ηθικές αντιφάσεις με διάθεση κατανόησης και αποδοχής. Ο κόσμος που υφαίνει είναι γεμάτος βία, υποκρισία και διαρκή απειλή του θανάτου, όμως ο «Επικηρυγμένος Βασιλιάς» έχει την θέληση να δει πίσω από την λάσπη και το αίμα για να εστιάσει σε εκείνες τις λεπτομέρειες που έκαναν τους ήρωές του σύνθετους, ακόμα κι αν δεν κολακεύουν απόλυτα ένα αγιογραφικό πορτρέτο.
Το πρόβλημα ατυχώς έγκειται στο γεγονός ότι ο Μακένζι δεν έχει εμπειρία στις απαιτήσεις μιας μεγάλης παραγωγής και αυτό προδίδεται από τον ασταθή ρυθμό με τον οποίο αναπτύσσεται η ιστορία του. Σκηνές που στοχεύουν στην τρισδιάστατη απεικόνιση των ηρώων φαίνεται να διακόπτονται ξαφνικά από μια μεγαλειώδη σκηνή μάχης. Αντιστρόφως, σκηνές δράσης που όντως εντυπωσιάζουν με την τραχύτητα και την ορμή τους μοιάζουν να κόβουν αναγκαστικά ταχύτητα για να αναπτυχθεί στη θέση τους το κοινωνικό κομμάτι της ιστορίας. Ως αποτέλεσμα, ο «Επικηρυγμένος Βασιλιάς» μοιάζει με σεζόν ιστορικής σειράς όπου τα επιμέρους στοιχεία δεν βρίσκουν τον απαραίτητο χώρο ή χρόνο για να αναπτυχθούν.
Επιπλέον, η επιλογή του Μακένζι να ακολουθεί τους βίους των ηρώων του σε παράλληλες γραμμές εντείνει ακόμα περισσότερο την επεισοδική αίσθηση της ταινίας. Ο ανταρτοπόλεμος του Ροβέρτου, οι περιπέτειες της γυναίκας του, Ελισάβετ, έπειτα από την αιχμαλωσία της (υποτιμημένη στο ρόλο η Φλόρενς Πιου), η γεμάτη ανάγκη για πατρική επιβεβαίωση πορεία του πρίγκιπα της Ουαλίας, Εδουάρδου Β’ και η ανάγκη επαναπατρισμού του (κατά στιγμές αλλόφρονα Ααρον-Τέιλορ Τζόνσον) Τζέιμς Ντάγκλας αποτελούν από μόνες τους ενδιαφέρουσες αφηγηματικές γραμμές που όμως δεν οδηγούν πάντα σε ένα συνεκτικό σύνολο, όσο κι αν προσφέρουν κατά στιγμές εντυπωσιασμό τόσο σε θέαμα όσο και σε συναίσθημα.
Αν όμως κάποιος το ξεπεράσει αυτό, θα διακρίνει καθαρά στον «Επικηρυγμένο Βασιλιά» το πάθος του δημιουργού του, θα εκτιμήσει την δύναμη των σκηνών μάχης (πέρα από την τελική μάχη στο Λούντουν Χιλ, το φιλμ περιλαμβάνει και μια εξαιρετικά χορογραφημένη μάχη κάτω από τα δέντρα), θα αναγνωρίσει την πρόθεση σκιαγράφησης πέρα από τα στερεότυπα και θα ανακαλύψει έναν φαινομενικά χαμηλότονο Κρις Πάιν, ο οποίος μπορεί να διοχετεύσει όπου χρειάζεται σωστά την ένταση χωρίς να καταφεύγει σε περιττούς εντυπωσιασμούς. Απλά μαζί, θα διαπιστώσει και το γεγονός ότι αυτός ο «Επικηρυγμένος Βασιλιάς» είχε τις δυνατότητες να είναι πραγματικά πολύ καλύτερος.