To σκηνοθετικό ντεμπούτο της Ρετζίνα Κινγκ, μιας ηθοποιού που βραβεύτηκε με Οσκαρ στο «Αν η Οδός Μπιλ Μπορούσε να Μιλήσει» και εντυπωσίασε εξίσου στο τηλεοπτικό «Watchmen», είναι ένα φιλμ εξαιρετικής σιγουριάς και πυκνότητας ακόμη κι αν κατά στιγμές δυσκολεύεται να βρει έναν σταθερό ρυθμό, αγκιστρωμένο στην θεατρικότητα του έργου από το οποίο προήλθε και τις ιδέες του, τις οποίες θέλει σαφώς να υπηρετήσει. Το «One Night in Miami», φαντάζεται μια συνάντηση ανάμεσα στον Κάσιους Κλέι, αμέσως μετά την νίκη του επί του Σόνι Λίστον που τον μεταμόρφωσε σε παγκόσμιο πρωταθλητή του μποξ και λίγο πριν ασπαστεί το ισλάμ και αλλάξει το όνομά του σε Μοχάμαντ Αλι, με τρεις ακόμη εμβληματικούς μαύρους άντρες της εποχής του: Τον Μάλκολμ Χ που προετοίμαζε αυτή την μετάβασή του, τον Σαμ Κουκ, διάσημο τραγουδιστή της σόουλ που προσπαθούσε να κατακτήσει και το λευκό κοινό και τον Τζιμ Μπράουν, σταρ του φούτμπολ, που φιλοδοξούσε να κάνει καριέρα στο σινεμά.
Οι τέσσερις άντρες, φίλοι και λίγο πολύ συνομήλικοι προσπαθούν ο καθένας με τον τρόπο του να πλεύσουν στα ταραχώδη νερά μιας κοινωνίας σε αναταραχή και να βρουν την θέση τους σε μια εποχή όπου οι φυλετικές ανισότητες και διαμάχες βρίσκονταν σε έξαρση. Στην διάρκεια της νύχτας που θα περάσουν σε ένα δωμάτιο μοτέλ, γιορτάζοντας τη νίκη του Κλέι, οι συζητήσεις τους θα περιστραφούν γύρω από την ευθύνη του καθενός του απέναντι στην φυλή και την κοινότητά τους, στον τρόπο που η δόξα μπορεί είτε να σε υποτάξει ή να γίνει εργαλείο στα χέρια σου, για το πως μπορούν όχι απλά να προχωρήσουν μπροστά σε έναν κόσμο που αλλάζει, αλλά να γίνουν οι ίδιοι μοχλοί αλλαγής.
Οι συζητήσεις ανάμεσα στους τέσσερις άντρες αποτελούν τον κορμό της ταινίας και το πιο ενδιαφέρον κομμάτι τους, καθώς όσα προηγούνται της συνάντησής τους στο δωμάτιο εκείνου του μοτέλ μοιάζουν απλώς σαν απαραίτητη περιγραφή του ποιοι είναι οι ήρωές της, με την εξαίρεση ίσως μιας σύντομης σκηνής ανάμεσα στον Τζιμ Μπράουν κι έναν από τους πλούσιους λευκούς δωρητές του, που προσφέρει μια από τις πιο δυνατές στιγμές του φιλμ και μια γροθιά τόσο απρόβλεπτη όσο αυτές του Μοχάμαντ Αλι.
Οι ιδέες και οι θεματικές που οι κουβέντες των τεσσάρων ανδρών αγγίζουν, παραμένουν καίριες ακόμη και σήμερα και το φιλμ σε κάνει να τις παρακολουθείς με ενδιαφέρον, δίχως να ασφυκτιάς στο μικρό δωμάτιο του μοτέλ ακόμη κι αν δεν μπορεί να αποφύγει την αίσθηση ενός φιλμ που δεν μπορεί να αποτινάξει την θεατρικότητα του πρωτότυπου υλικού. Ακόμη κι έτσι όμως, κι ακομη κι αν κάποια από τα ερωτήματα που θέτουν οι πρωταγωνιστές του, μοιάζουν να έχουν εύκολη απάντηση για έναν θεατή του σήμερα που μπορεί να δει πως ακόμη κι αν πολλά έχουν αλλάξει στην κοινωνία από τότε, μερικά πράγματα παραμένουν επώδυνα ιδια, το φιλμ δεν παύει να έχει την δύναμη μια ιστορίας που μιλά με πάθος για πράγματα που έχουν σημασία, ακόμη κι αν το κάνει με ελαφρώς προβλέψιμο τρόπο.