Ενας άντρας, ο Τζο, βρίσκεται έγκλειστος, φυλακισμένος σε απόλυτη απομόνωση, για είκοσι χρόνια: δε γνωρίζει ούτε ποιος είναι ο δεσμοφύλακάς του, ούτε για ποιο λόγο βρίσκεται εκεί. Οταν θα βρεθεί ελεύθερος, θα ξεκινήσει μια αμείλικτη, αιματηρή, εμμονική διαδρομή εκδίκησης χωρίς επιστροφή.
Η ταινία που το 2003 έβαλε τον Κορεάτη Παρκ Τσαν-Γουκ στον παγκόσμιο χάρτη και συνέβαλε στην αναγνώριση του σκληρού, επιθετικού νέου κορεάτικου κινηματογράφου, διασκευάζεται από τον Σπάικ Λι, σε μια επιλογή που αρχικά προκαλεί έκπληξη. Σε μια δεύτερη σκέψη, φυσικά, οι κοινές γραμμές της ταινίας και του σινεμά του Σπάικ Λι, η μάχη του μοναχικού ήρωα ενάντια σε όλους, ένα κοινωνικό κατηγορώ βαθειά ριζωμένο στην ηθική του δρόμου, η σχέση αγάπης και μίσους με τη βία, γίνονται εμφανείς.
Στο δικό του «Oldboy», ο Σπάικ Λι διατηρεί το ίδιο σενάριο με την πρωτότυπη ταινία, με μικρές αλλαγές που δεν ενοχλούν, με την ίδια ουσία της απόγνωσης ενός άντρα που δεν έχει να χάσει τίποτα και γι’ αυτό τολμά να φτάσει στα απόλυτα άκρα. Ωστόσο, η ασιατική παράδοση της εκδίκησης, του δικαίου και της μάχης του ενός, χάνονται στη μετάφραση στο νέο αμερικανικό ντεκόρ, όπου οι λεπτές διακυμάνσεις ισοπεδώνονται εντελώς. Οι σεναριακές ανατροπές υφίστανται κι εδώ (λιγότερο… ανατρεπτικές για όσους έχουν δει το φιλμ του Παρκ Τσαν-Γουκ), όπως και η σκοτεινή, καμμένη φωτογραφία, η στιλιζαρισμένη αισθητική, η φορμαλιστική σκηνοθεσία πάνω σ’ ένα απόλυτα ωμό αντικείμενο. Ο Τζος Μπρόλιν, σε μια από τις σπάνιες αλλά πολύ ευπρόσδεκτες φορές που κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο, είναι στιβαρός, σωματικός, μ’ ένα συγκεντρωμένο βλέμμα κι ένα μυϊκό εκτόπισμα που μιλά περισσότερο από τις λίγες ατάκες του.
Ετσι, για όσους δεν έχουν δει το πρωτότυπο «Oldboy», η ταινία είναι ένα ατμοσφαιρικό, εφετζίδικο θρίλερ, που θέλει να γίνει υπαρξιακό αλλά επιμένει κυρίως στον εντυπωσιασμό. Για όσους, πάλι, συνέβαλαν στο να γίνει η παλιά ταινία καλλιτεχνικός κι εμπορικός θρίαμβος, το νέο «Oldboy» δεν προσθέτει τίποτα, αντίθετα δεν μπορεί να κάνει εκείνη την αισθαντική υπέρβαση, απλώς επαναλαμβάνει κάτι που ήταν ήδη εκρηκτικό, με σεβασμό και κύρος, χωρίς προσωπικό στίγμα και άποψη.