H Μάργκο Τσάνινγκ είναι η μεγαλύτερη σταρ στα θεατρικά σανίδια του Μπρόντγουεϊ. Η Εύα είναι η γκρούπι της. Μία νεαρή κοπέλα που παρακολουθεί όλες τις παραστάσεις της και την θαυμάζει απεριόριστα. Ενα βράδυ πηγαίνει στα καμαρίνια της ντίβας, τη γνωρίζει προσωπικά και κερδίζει άμεσα την συμπάθεια, την γενναιοδωρία της και τη θέση της προσωπικής της γραμματέως. Η Μάργκο έχει κολακευτεί με την λατρεία της Εύας και δεν συνειδητοποιεί τα πραγματικά της κίνητρα. Σταδιακά όμως, και πάντα κάτω από την μάσκα της ταγμένης στην μεσήλικη σταρ θαυμάστριας, η νεαρή αρχίζει να την σπρώχνει προς το περιθώριο και να παίρνει η ίδια τη θέση της: κλέβει τον εραστή της, αλλά κι έναν μελλοντικό της ρόλο. Μόλις η Μάργκο το συνειδητοποιεί ξεστομίζει μία από τις πιο θρυλικές ατάκες της κινηματογραφικής ιστορίας: «βάλτε τις ζώνες σας, η διαδρομή θα έχει λακούβες...»
Το «Ολα για την Εύα» έχει κερδίσει δικαιωματικά τον τίτλο μίας από τις σπουδαιότερες ταινίες στην ιστορία του σινεμά. Το ευφυές ψυχογράφημα δύο γυναικών που καταλήγουν αντίπαλες drama queens στη θεατρική σκηνή των φιλοδοξιών τους, είναι τόσο καλογραμμένο που, 6 δεκαετίες μετά την πρεμιέρα του, στέκεται ακόμα αλώβητο από το χρόνο.
Ο Μάνκιεβιτς πλάθει χαρακτήρες ακόμα και με τους δεύτερους και τρίτους ρόλους του (απόδειξη η μικρή, αλλά σημαντική συμμετοχή της Μέριλιν Μονρό), πάνω από όλα όμως προσφέρει διαλόγους που οπλίζουν φονικά τις γλώσσες των γυναικών, με κάθε ατάκα να ξεστομίζεται και να σκάει στην μεγάλη οθόνη σαν απολαυστικό πυροτέχνημα. Αυτή η προσήλωση στο σενάριο, αρχικά ξεγελά: ελάχιστα σκηνικά, δωρική σκηνοθεσία - μήπως αυτή η ταινία δεν πρέπει να μπαίνει στην ίδια πρόταση με τον «Πολίτη Κέιν», την «Λεωφόρο της Δύσης» ή τον «Τρίτο Ανθρωπο» γιατί... παραείναι θεατρική; Λάθος. Ο Μάνκιεβιτς έχει τη διαύγεια να κρατήσει τα πάντα λιτά, ώστε να δώσει δύναμη στο λόγο, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα και την τέλεια ειρωνεία: αυτή η ιστορία αντιζηλίας, φιλοδοξίας, προδοσίας ξεκινά από τα θεατρικά καμαρίνια - φυσικά και θα ξεδιπλωθεί, αποκαλυφθεί, απογειωθεί ως μία απολαυστική μονομαχία στη συμβολική θεατρική σκηνή της ζωής.
Ταυτόχρονα όμως η chiaroscuro φωτογραφία του Μίλτον Κρέιζνερ είναι άψογη (αν κι έχασε το Οσκαρ από τον Ρόμπερτκ Κρέισκερ για τον «Τρίτο Ανθρωπο»), τα κουστούμια της Εντιθ Χεντ αποτελούν έναν έξτρα χαρακτήρα στην ταινία και η καλλιτεχνική διεύθυνση των Τόμας Λιτλ και Γουόλτερ Σκοτ υποβάλλει τον τόνο της αφήγησης (παρόλο που το Οσκαρ πήγε στην «Λεωφόρο της Δύσης»).
Τίποτα όμως δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς τις εμβληματικές ερμηνείες των ηθοποιών. Ξεκινώντας από την ναυαρχίδα Μπέτι Ντέιβις, στον τελευταίο μεγάλο ρόλο της καριέρας της, να ερμηνεύει με δυναμισμό, γενναιοδωρία και αυτοσαρκασμό μία ηρωίδα πολύ κοντά στην πραγματικότητά της: επιτρέπει το Χόλιγουντ στις σταρ του να γεράσουν; Ούτε εκείνη όμως, ούτε η Αν Μπάξτερ κέρδισαν το Οσκαρ σε μία από τις ιστορικές λάθος αποφάσεις της Ακαδημίας που πιθανότατα μοίρασε τις ψήφους μεταξύ τους και είχε ως αποτέλεσμα να κερδίσει η Τζούντι Γκάρλαντ.
Εξι δεκαετίες μετά ποιος θυμάται τέτοιες λεπτομέρειες; Το μόνο που μένει είναι τα λιονταρίσια μάτια της Μπέτι Ντέιβις να αστράφτουν και να βροντούν, οι ατάκες της με τον Σάντερς να φιτιλιάζουν την καλοκαιρινή υγρασία του θερινού σινεμά, και το συμπέρασμα ότι όσα χρόνια κι αν περάσουν οι μεγάλες ντίβες, οι μεγάλες ταινίες, η μεγάλη οθόνη δεν χάνουν τίποτα από την μαγεία τους.