Η ιστορία της ταινίας είναι περίπου αυτοβιογραφική του σκηνοθέτη: ο Ολιβερ είναι 38 χρόνων. Ο πατέρας και η μητέρα του παντρεύτηκαν τη δεκαετία του ’50. Εκείνος ήταν ομοφυλόφιλος. Εκείνη το γνώριζε κι ενώ είχε πιστέψει ότι θα συμβιβαζόταν στην ιδέα, έζησε μια ζωή αρκετά μοναχική. Πέθανε τέσσερα χρόνια πριν τη δράση της ταινίας, από καρκίνο. Ο πατέρας του Ολιβερ, στα τέσσερα χρόνια που πέρασε μόνος, μέχρι κι εκείνος να πεθάνει από καρκίνο, έζησε τη ζωή που τόσο καιρό αναγκαζόταν να καταπιέζει: ερωτεύτηκε τον Αντι, μπήκε σε μια ομάδα gay ακτιβιστών, έμαθε τι σημαίνει house μουσική και κλάμπινγκ. Εκανε μια νέα αρχή. Ο Ολιβερ δεν πιστεύει στις νέες αρχές, γιατί θεωρεί σίγουρο ότι θα φέρουν, ούτως ή άλλως, το τέλος. Η ταινία είναι μια αποδοχή της φωτεινής πλευράς του αύριο, μια ανακάλυψη του ότι ο κάθε άνθρωπος δεν είναι ανάγκη να έχει μόνο μία ζωή. Μπορεί, κάθε τόσο, αν το θέλει και το πιστεύει, να κάνει ένα καινούριο ξεκίνημα και, σαν πρωτάρης, να δοκιμάζει την τύχη του.
Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που χωρίζει ένα αυτοβιογραφικό, προσωπικό έργο τέχνης από την αυτάρεσκη εγωκεντρικότητα, ένα σύνορο που η ταινία του Μάικ Μιλς δείχνει να αγνοεί ολοσχερώς, ή καλύτερα το αντικαθιστά με τόση αφοπλιστική συναισθηματική καθαρότητα που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για τις προθέσεις, ή την ειλικρίνειά του.
Οι «Πρωτάρηδες» είναι το σπάνιο εκείνο είδος ταινίας που ακόμη κι αν αφηγείται μια πολύ συγκεκριμένη (σχεδόν απόλυτα αληθινή) ιστορία, κατορθώνει να αντηχεί στην καρδιά κάθε θεατή που χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο όργανο του σώματός του με περισσότερους τρόπους από το να σπρώχνει το αίμα στις φλέβες του κορμιού του.
Δεν έχει σημασία αν ο μπαμπάς σας δεν υπήρξε ποτέ gay, δεν έχει σημασία αν είστε απόλυτα ευτυχισμένοι με μια ανέφελη σχέση που σας καλύπτει συναισθηματικά και είναι πιο στέρεη κι από αντισεισμικό κτήριο. Αν κάποτε κάνετε, ή δοκιμάσατε να κάνετε μια καινούρια αρχή, αν ξεκινήσατε οτιδήποτε με ένα αβέβαιο βήμα, τότε οι «Πρωτάρηδες» μπορεί και να είναι η ταινία της ζωής σας.
Και πέρα από το πόσο βαθιά θα καρφωθεί στο μυαλό και στο συναίσθημα, αυτή η ανέλπιστα τρυφερή, αισιόδοξη και μαζί θλιμμένη ταινία, δεν θα μπορέσετε παρά να παραδοθείτε, στον απόλυτα καινούριο, ευρηματικό, φρέσκο τρόπο με τον οποίο κατορθώνει να αφηγηθεί τον μικρό, ψιθυριστό μύθο της.
Στιγμές, μοιάζει σαν να διαβάζεις το ημερολόγιο του σκηνοθέτη της, σαν να κρυφοκοιτάς από την χαραμάδα ζωές που κανονικά θα έπρεπε να παραμένουν ιδιωτικές, άλλες είναι σαν ένα πυροτέχνημα να γεμίζει την οθόνη με σπίθες από υπέροχες ιδέες, ένα λαμπερό λουτρό από μικρά σφηνάκια ευφυίας, γλυκύτητας, χαμόγελου, υπέροχης θλίψης, ελπίδας που σε αφήνουν ανυπεράσπιστο μπροστά στην ομορφιά τους.
Το φιλμ του Μιλς θυμίζει πολλά πράγματα, την ιδιότροπη αφράτη αφήγηση των ταινιών της γυναίκας του, Μιράντα Τζουλάι, το κινηματογραφικό σύμπαν του Σπάικ Τζόνζι ή την αξιολάτρευτη παραξενιά του Γουές Αντερσον, αλλά πέρα απ όσα (όμορφα) φέρνει στο μυαλό, καταλήγει να μιλά με την δική του γλώσσα.
Συχνά αυτή είναι τόσο αδιόρατη όσο οι λέξεις που «λέει» ο Αρθουρ ο αξιολάτρευτος σκύλος της ταινίας, άλλες τόσο έντονη , όσο το σύμπαν που ο ίδιος ο Μιλς έχει ορίσει μέσα από την δουλειά του σαν graphic designer ή σκηνοθέτης ξεχωριστών βιντεοκλίπ.
Οχι πια πρωτάρης ο ίδιος, βρίσκει το ιδιαίτερο χρώμα που ορίζει ξεκάθαρα την δική του κινηματογραφική φωνή με μια ταινία που δείχνει φτιαγμένη για να κρατήσει για πάντα. Μπορεί να μην μείνει κλασική με τον τρόπο που ονομάζουμε κλασικό το «Θωρηκτό Ποτέμκιν», ίσως δεν αλλάξει το σινεμά, αλλά έχει τα φόντα να αλλάξει μερικές ζωές.
Και δεν υπάρχει τίποτα που να μην αξίζει να επαινέσεις σε αυτο το υπέροχο κινηματογραφικό δώρο: από την εμπνευσμένη σκηνοθεσία, ως την αφοπλιστική χαμηλότονη ερμηνεία του Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, από την υπέροχη «ξενάγηση» στην πόλη του Λος Αντζέλες ως το γεμάτο χυμούς πορτέτο του πατέρα που στήνει ο αξιοβράβευτος Κρίστοφερ Πλάμερ. Αυτό ενός άντρα που δεν φοβάται να κάνει μια καινούρια αρχή ακόμη κι αν άλλοι στην θέση του θα πίστευαν ότι βρίσκονται ένα βήμα πριν από το τέλος.
Να ένα υπέροχο μήνυμα από μια ταινία που δεν πιστεύει σε μηνύματα, μια θαυμάσια ιδέα για ένα άξιο προς υιοθέτηση modus vivendi. Δεν έχουν σημασία τα πρώτα αβέβαια βήματα της αρχής. Εχεις πάντα την ευκαιρία να διορθώσεις τον βηματισμό, τον εαυτό, τη ζωή σου, έστω και λίγο πριν από το τέλος.
Αρκεί να το τολμήσεις.