Λος Aντζελες, 1949. Ο αδίστακτος μαφιόζος Μίκι Κοέν (Σον Πεν) έχει πάρει τον έλεγχο της πόλης, αποκτώντας περιουσία από ναρκωτικά, όπλα, πορνεία και κάθε στοίχημα που παίζεται στα δυτικά του Σικάγο. Κι όλα αυτά, απολαμβάνοντας την προστασία όχι μόνο των πρωτοπαλίκαρών του, αλλά της αστυνομίας και των πολιτικών που κρατάει στο χέρι. Με τόση δύναμη, είναι εύκολο να τρομοκρατήσει ακόμα και τους πιο γενναίους αστυνομικούς της πιάτσας... εκτός ίσως, από μια μικρή μυστική ομάδα της Αστυνομίας του Λος Άντζελες, με επικεφαλής τον Αστυνόμο Τζον Ο΄Μάρα (Τζος Μπρόλιν) και τον Τζέρι Γούτερς (Ράιαν Γκόσλινγκ), που θα ενώσουν τις δυνάμεις τους για να διαλύσουν τον κόσμο του Κοέν.
Δεν είναι ότι το φιλμ του Ρούμπεν Φλάισερ υπολείπεται σε στιλ. Δεν είναι ότι δεν έχει τους κατάλληλους ηθοποιούς για να υποδυθούν τους αδίστακτου γκάνγκστερ, ή τους σκληρούς αστυνομικούς. Δεν είναι καν ότι ξεμένει από σφαίρες. Αντίθετα, στην διάρκειά του, ξοδεύονται τόσες σφαίρες που θα αρκούσαν όχι για μια, αλλά για μια ντουζίνα γκανγκστερικές ταινίες. Μόνο που δυστυχώς, ακόμη κι αν προσπαθεί σκληρά να μεταμορφώσει μια αληθινή ιστορία βγαλμένη από τα αρχεία της αστυνομίας σε ένα αρχετυπικά γκανγκστερικό φιλμ, το αποτέλεσμα μοιάζει, λίγο, ψεύτικο, κενό.
Οι χαρακτήρες κινούνται στα όρια του κλισέ με τον Σον Πεν να διανύει ολόκληρη την απόσταση από την σπουδαία ερμηνεία στην εξωφρενική καρικατούρα και τον Ράιαν Γκόσλινγκ να μοιάζει μάλλον να μην βολεύεται τα καλοραμμένα κοστούμια εποχής που απαιτεί ο ρόλος. Από την άλλη, ακόμη και ο Τζος Μπρόλιν που μοιάζει να έχει το εκτόπισμα και το ειδικό βάρος για να σταθεί στο ύψος του αδέκαστου ντετέκτιβ, αναγκάζεται να υποστηρίξει έναν ρόλο που δεν του δίνει πολλές ευκαιρίες για να χτίσει κάτι αξιομνημόνευτο.
Το βασικό πρόβλημα όμως είναι λιγότερο χειροπιαστό, αλλά πολύ πιο ουσιώδες. Η αίσθηση ότι κανείς απ όσους μοιάζουν να εμπλέκονται στο φιλμ δεν δείχνει να πιστεύει στ΄αλήθεια στην αναγκαιότητα ενός ακόμη φιλμ σαν τους «Διώκτες του Εγκλήματος». Ολα μοιάζουν σαν απομίμηση, σαν απλή αντιγραφή σαν κάτι που κάνει έχει όλα τα σωστά στοιχεία μα τίποτα από την αυθεντικότητα, την βαρύτητα, το ενδιαφέρον.
Γιατί ακόμη κι αν η βία είναι έντονη, η αναπαράσταση της εποχής εντυπωσιακή, οι ηθοποιοί αξιόλογοι και η ιστορία εν δυνάμει συναρπαστική, το αποτέλεσμα είναι άνευρο κι επίπεδο, μια αδιάφορη εναλλαγή από στιγμιότυπα και ατάκες, υπό τον ήχο πυροβολισμών και εικόνων βγαλμένων λες από φωτογράφιση μόδας.
Και δυστυχώς ακόμη χειρότερα κι από μια ταινία που προσπαθεί σκληρά και αποτυγχάνει το φιλμ του Φλάισερ δεν ενδιαφέρεται να λειτουργήσει σαν μια παραβολή για το οτιδήποτε, δεν ενδιαφέρεται να κοιτάξει ούτε ελάχιστα κάτω από την επιδερμίδα της ιστορίας και των χαρακτήρων του και κυρίως δεν κατορθώνει να σε κάνει να νοιαστείς στο ελάχιστο για τα όσα συμβαίνουν στην οθόνη. Μπορεί να γλίστρα όμορφα στα μάτια, μα δεν κατορθώνει να τρυπώσει ούτε εκατοστό πιο βαθιά από τον αμφιβληστροειδή...