Ο κύριος Τσερτς συγκεντρώνει και πάλι τους «Αναλώσιμους» για μια, κατά τα φαινόμενα, εύκολη δουλίτσα. Οταν όμως ένας δικός τους πέφτει στο πεδίο της δουλειάς, οι «Αναλώσιμοι» αποφασίζουν να εισχωρήσουν σε εχθρικό έδαφος προκειμένου να σταματήσουν ένα πολυδύναμο όπλο καταστροφής – πάνω απ’ όλα όμως, για να πάρουν εκδίκηση.
Μην παραξενευτείτε αν το «Αναλώσιμοι 2» βρίσκεται σε μερικά χρόνια μέσα στη λίστα με τα καλύτερα σίκουελ που γυρίστηκαν ποτέ μαζί με τον «Νονό 2».
Οι συγκρίσεις μπορεί να περιττεύουν, αλλά στη δική του αναλογία το «Αναλώσιμοι 2» είναι ένα σχεδόν αριστούργημα, μια ζωντανή απόδειξη του πως μία ταινία επενδύει στο fun και θριαμβεύει, επειδή ακριβώς δεν νιώθει την ανάγκη να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν.
Γραμμένοι στο πόδι (από τον κάποτε υποψήφιο για Οσκαρ σεναρίου Σιλβέστερ Σταλόνε – τότε για το πρώτο Ρόκι), σκηνοθετημένοι στο φτερό (αυτή τη φορά όχι από τον Σταλόνε, αλλά από τον Σάιμον Γουεστ του «Con Air» και του «Lara Croft: Tomb Raider») και ερμηνευμένοι στον αυτόματο πιλότο, οι «Αναλώσιμοι» ξέρουν ήδη από την ύπαρξη τους πως το μόνο πράγμα που έχει σημασία είναι η κεντρική τους ιδέα: η συνύπαρξη των σημαντικότερων action heroes που γνώρισε ποτέ η κινηματογραφική βιομηχανία.
Και πάνω σε αυτήν την ιδέα οι «Αναλώσιμοι» μεγαλουργούν χτίζοντας – κυριολεκτικά με τον ιδρώτα του προσώπου τους - μια ταινία δράσης – παρωδία που όχι μόνο ανακυκλώνει όλα (μα όλα) τα κλισέ των περιπετειών που εδώ και πολλά χρόνια το Χόλιγουντ πουλάει ως υψηλή διασκέδαση, αλλά ταυτόχρονα χτυπάει κάτω από τη μέση τη σοβαροφάνεια με την οποία η βιομηχανία θέλησε να τις πακετάρει προκειμένου να μην κατηγορηθεί για στεγνό entertainment.
Αν καταφέρνουν να είναι από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο τους λεπτό αναπάντεχα απολαυστικοί, οι «Αναλώσιμοι» το χρωστούν φυσικά στο ensemble καστ που λίγα χρόνια πριν θα σκεφτόταν μόνο ένας ερασιτέχνης μοντέρ για να ανεβάσει ένα viral βίντεο για μαζική κατανάλωση στο youtube. Αλλά, ακόμη και ο πιο εμπνευσμένος από αυτούς, δεν θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί τον τρόπο με τον οποίο παρελαύνουν οι «αγαπάμε να τους μισούμε» εν λόγω action heroes σε μια διαδοχή φτιαγμένη από τα απομεινάρια της καριέρας του καθενός συν μια ισχυρή δόση αυτοσαρκασμού που απογειώνει το όλο εγχείρημα.
Η μερίδα του λέοντος ανήκει φυσικά στον Σιλβέστερ Σταλόνε, που με στραπατσαρισμένη (και φουσκωμένη, να το πούμε) μούρη ηγείται της ομάδας των «Αναλώσιμων» φέρνοντας κάτι από τη μελαγχολία της gone terribly wrong καριέρας του, μετουσιωμένη σε πραγματικά απαιτητικές σκηνές δράσης, μελοδραματικά κρεσέντο και μπουνίδια μέχρι θανάτου. Στο πλευρό του, ο Τζέισον Στέιθαμ αποδεικνύεται ακριβώς ο «αναλώσιμος» της νέας γενιάς, σίγουρος πως μπορεί να καταστρέψει την εικόνα του σκληρού άνδρα για να γίνει αστείος και με κάποιον περίεργο τρόπο ο ήρωας που έπρεπε να είναι ο Σταλόνε τα χρόνια που έπαιρνε πιο σοβαρά απ’ ότι έπρεπε τον εαυτό του.
Γύρω από αυτούς τους δύο – που ουσιαστικά αποτελούν το πρωταγωνιστικό δίδυμο της ταινίας - «σαρώνουν» σε μικρές εμφανίσεις ο Ντολφ Λούντγκρεν ως μια πρώην ιδιοφυία που χτυπήθηκε από αλεπάλληλα ηλεκτροσόκ βλακείας, ο Μπρους Γουίλις και ο Αρνολντ Σβαρτζενέγκερ ως ένα ντουέτο που σολάρει με ατάκες από τον «Εξολοθρευτή» και φυσικά οι δύο μεγάλες εκπλήξεις του φιλμ, ο Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ σε σεξπιρικό οίστρο στο ρόλο του κακού της υπόθεσης και ο – ναι – Τσακ Νόρις που με μόλις δύο σκηνές επιβεβαιώνει γιατί είναι ο «αναλώσιμος» με το μεγαλύτερο fan base στα social media ακόμη και γενεών που δεν γαλουχήθηκαν με τις ταινίες του.
Οσο πιο υποτυπώδεις είναι οι αφορμές για δράση, όσο πιο μονοδιάστατοι είναι οι χαρακτήρες, όσο πιο ηλίθιες είναι οι ατάκες που εκστομίζουν και όσο πιο πολλούς καθαρίζουν αδιάκριτα στο πέρασμα τους οι «Αναλώσιμοι», τόσο περισσότερο δεν χορταίνεις να τους βλέπεις σε ένα θρίαμβο απενοχοποιημένου χαβαλέ και ρετρό μελαγχολίας που αποδεικνύει πως ο μοναδικός τρόπος να νικήσεις το χρόνο είναι να σπάσεις όση περισσότερη πλάκα μπορείς μαζί του.