Θα ήταν κρίμα η κορύφωση δέκα χρόνων και επτά ταινιών ν’ απογοητεύσει. Και, με τη φόρτιση των media και των φανατικών θαυμαστών του Χάρι Πότερ, θα ήταν πανεύκολο. Μόνο που στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: με εξαίρεση, ίσως, την πρώτη ταινία της σειράς, όπου η γνωριμία με τους χαρακτήρες, τον κόσμο και τους κώδικές του είχε τη γοητεία του πρωτόγνωρου, το Β’ Μέρος του «Ο Χάρι Πότερ και οι Κλήροι του Θανάτου» είναι, χωρίς αμφιβολία, η καλύτερη ταινία της σειράς και μια εξαιρετική ταινία φαντασίας εν γένει.
Καθώς οι δύο παρατάξεις, ο στρατός του Βόλντεμορτ και οι συμπαραστάτες του Χάρι Πότερ και του Χόγκγουαρτς, ετοιμάζονται για την τελική τους αναμέτρηση, η ταινία παίρνει όλο το χρόνο που της χρειάζεται για να εξελιχθεί σαν ένα χαμηλών τόνων, μεγαλειώδες αλλά και τρυφερό φινάλε.
Το πρώτο μέρος κυλά με πρωτοφανή ησυχία, φέρνοντας στο μυαλό τις ταινίες της αντίστασης, ή κατασκοπευτικά θρίλερ. Αλλά ακόμα κι όταν η δράση ξεσπά και η ταχύτητα αυξάνεται, οι σκηνές παραμένουν συγκρατημένες, σύντομες, με μια λυρικότητα (ειδικά στη μάχη του Χόγκγουαρτς), που εκπλήσσει το θεατή και αφήνει το συναίσθημα να ξετυλιχθεί.
Το φινάλε του Χάρι Πότερ είναι οπωσδήποτε πιο ενήλικο, όχι μόνο επειδή είναι σκοτεινό κι όχι μόνο επειδή οι ήρωες έχουν μεγαλώσει (φιλιούνται, μάλιστα, από δω κι από κει ασύστολα!), ή επειδή τα πράγματα έχουν σοβαρέψει. Αλλά, περισσότερο, επειδή αυτό που ενδιαφέρει σ’αυτήν την ταινία είναι η κατακλείδα της ιστορίας: ότι το κακό και το καλό μοιράζονται ένα σώμα κι ότι ο θάνατος και η ζωή είναι δυο πεδία που εξελίσσονται ταυτόχρονα.
Ολοι οι ήρωες, από την αρχή της ιστορίας του Χάρι, κάνουν το πέρασμά τους, με τρόπο φυσικό και καθόλου μελοδραματικό: εκπληρώνουν, ο καθένας, τον προορισμό τους. Αν και λίγη παραπάνω Μινέρβα ΜακΓκόναγκαλ θα χωρούσε. Επανέρχεται, ευτυχώς, και το λεπτό χιούμορ που είχε λείψει στις τελευταίες ταινίες. Η τρισδιάστατη εικόνα είναι τόσο μαγική σα να έχει δημιουργηθεί από ραβδί – με βάθος πεδίου, ανάγλυφη, τόσο κοντά που σε περιβάλλει.
Σε μια ταινία που μάλλον δε στέκεται ανεξάρτητη (γιατί, άλλωστε, να το θέλει κάποιος αυτό;), η γνώση ότι πρόκειται για το τελευταίο κεφάλαιο ενός αγαπημένου παραμυθιού είναι στρατηγικά μοιρασμένη σε σκηνές,από την αρχή σχεδόν της ταινίας, που σκορπίζουν τη συγκίνηση σε όλη τη διάρκειά της. Το αποτέλεσμα είναι μια συνεχόμενη ένταση, στο μεταίχμιο της λύπης και της ικανοποίησης.
Κι ένας απόηχος, όχι δακρύβρεχτος, αλλά αισιόδοξος και αθώος, παιδικός. Η ζωή συνεχίζεται, σε κύκλους κι εκεί που ο ένας τελειώνει, αρχίζει ένας άλλος. Εντάξει, το ξέραμε αυτό, αλλά λίγες φορές μας το λένε τόσο όμορφα.