Ενας δικηγόρος που εκπροσωπεί εμπόρους ναρκωτικών, δελεάζεται από ένα βρώμικο σχέδιο που θα τον κάνει να πιάσει την καλή και θα εξασφαλίσει στον ίδιο και την αρραβωνιαστικιά του μια υπέροχη ζωή. Μόνο που τα πράγματα δεν θα έρθουν ακριβώς όπως τα περίμενε...
Πόσες πιθανότητες έχει να πάει στραβά μια ταινία που ξεκινάει με μια από τις πιο σέξι σκηνές που έχουμε δει πρόσφατα στο σινεμά;
Κάτω από κατάλευκα σεντόνια, οι γυμνοί Μάικλ Φασμπέντερ και Πενέλοπε Κρουζ είναι – κυριολακτικά και μεταφορικά - υγροί και έτοιμοι για όλα. Υποσχέσεις παντοτινής αγάπης μπλέκονται με την πρωινή καύλα και ακριβώς στο σημείο που η Κρουζ θα φαντασιωθεί το όμορφο κεφάλι του Φασμπέντερ ανάμεσα στα πόδια της, η οθόνη θα πάρει φωτιά, αντηχώντας αναστεναγμούς ηδονής. Οταν αυτή θα τον ρωτήσει «που έμαθες να το κάνεις αυτό;», αυτός θα απαντήσει «έχω κάνει παρέα με πολύ κακά κορίτσια».
Το στίγμα έχει δοθεί ήδη πριν από τους τίτλους της αρχής πως ό,τι θα ακολουθήσει δεν θα είναι σίγουρα μια politically correct ταινία ή ένα συμβατικό νεονουάρ για μια μπίζνα με ναρκωτικά που ακριβώς τη στιγμή που κανείς δεν το περιμένει θα πάει στραβά.
Αλλωστε – αν όλα πάνε καλά - βρισκόμαστε στο βρωμικό, πεσιμιστικό, κυνικό και pulp σύμπαν του Κόρμακ ΜακΚάρθι, ο οποίος υπογράφει εδώ για πρώτη φορά στην καριέρα του ένα πρωτότυπο σενάριο που μοιάζει να έχει βγει κατευθείαν από το πως θα έμοιαζε ένα σαιξπηρικό δράμα αν το έγραφε ο Ντέιβιντ Μάμετ και το σκηνοθετούσε ο Κουέντιν Ταραντίνο - ή και το αντίστροφο.
Γρήγορα αντιλαμβάνεσαι και τη δομή του, έναν κύκλο από μεγάλες διαλογικές σεκάνς ανάμεσα στους πέντε βασικούς ήρωες, με φόντο μια επιχείρηση παράνομης διακίνησης ναρκωτικών στα βάθη του Μεξικό και επίκεντρο έναν δικηγόρο που όσο πιο βαθιά μπαίνει σε μηχανισμούς που δεν γνωρίζει, τόσο πιο πολύ ανοίγει δρόμο προς το σκοτάδι.
Είναι φανερό πως ο ΜακΚάρθι δεν ενδιαφέρεται για τη δράση, αλλά για ένα μωσαϊκό χαρακτήρων που χαρτογραφούν το αθέατο πρόσωπο μιας Αμερικής που υπάρχει όχι μόνο στα pulp μυθιστορήματα, αλλά και εκεί έξω, ολοζώντανη και ωμή, έτοιμη να ακυρώσει δια παντός τα περί αμερικανικού ονείρου, κρατούσας ηθικής ή κενές διακηρύξεις του στιλ «η αγάπη μπορεί να νικήσει τα πάντα».
Στον κόσμο του «Συνηγόρου», η αγάπη δεν μπορεί να νικήσει τα πάντα, όπως το καλό δεν υπάρχει - και αν υπάρχει συνθλίβεται από τη διαφθορά και τη σαπίλα, οι άντρες είναι είτε αλαζονικά σκουλήκια που έχουν το μυαλό τους μόνο στο σεξ (βλ. Χαβιέ Μπαρδέμ) ή μοντέρνοι καουμπόηδες που κουβαλάνε περισσεύματα coolness στα καλοχτενισμένα τους μαλλιά (βλ. Μπραντ Πιτ) και οι γυναίκες... Αχ, οι γυναίκες.
Οι γυναίκες στο σύμπαν του «Συνηγόρου» είναι ένα θέμα. Είναι, μάλλον ΤΟ θέμα, αφού όσο οι άνδρες είναι αηδιαστικά σεξιστές και τις αντιμετωπίζουν ως αντικείμενα ηδονής, αυτές διασχίζουν όλη τη γκάμα από την αθώα περιστερά (Πενέλοπε Κρουζ) μέχρι την λυσσασμένη σκύλα (Κάμερον Ντίαζ) μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, μεθοδεύοντας κάθε μηχανισμό που φαινομενικά κινούν τα αρσενικά. Και ταυτόχρονα είναι πανέτοιμες ανά πάσα στιγμή να δώσουν τα πάντα αρκεί μονάχα να περισσέψει για τις ίδιες λίγο χρήμα και άντε μερικά ψίχουλα αγάπης. Φτάνοντας νομοτελειακά στο σημείο όπου η Κάμερον Ντίαζ γράφει ιστορία με μια από τις πιο εξωφρενικά σέξι σκηνές στην ιστορία του σινεμά.
Πόσες πιθανότητες, λοιπόν έχει να πάει στραβά μια ταινία που ακριβώς στη μέση της διαθέτει μια από τις πιο εξωφρενικά σέξι σκηνές στην ιστορία του σινεμά, δίνοντας κυριολεκτικό νόημα στην ήδη cult από αυτό το σημείο και μετά έννοια του «σου γάμησα το αυτοκίνητο»;
To πρόβλημα με τον «Συνήγορο» ξεκινά από το σενάριο και από την άρνηση του Κόρμακ ΜακΚάρθι να παίξει με τους κανονές, πιστεύοντας πως ακυρώνοντας μια συμβατική αφήγηση ή υπερφορτώνοντας τους διαλόγους με σαιξπηρικές απολήξεις ήταν η σίγουρη οδός προς ένα «διαφορετικό» νουάρ που θέλει και με τον τρόπο του μιλάει για έναν βρώμικο κόσμο.
Τοποθετημένες, όμως, στη σειρά η μία πίσω από την άλλη οι σκηνές της ταινίας δεν οδηγούν πουθενά παρά μόνο σε μια ακόμη συνάντηση αστέρων (όλα τα ζευγάρια που μπορείτε να φανταστείτε ανάμεσα στους Κρουζ, Μπαρδέμ, Ντιάζ και Πιτ) που μιλούν με παράδοξο τρόπο για την παραδοξότητα της ζωής και την ακόμη πιο παράδοξότητας του σεξ, με ελάχιστες εκλάμψεις δράσης ή εκπλήξεων – με μεγαλύτερη (τα είπαμε αυτά) τη σκηνή με την Κάμερον Ντιάζ και το αυτοκίνητο.
Η αντίθεση ανάμεσα στο καλό και το κακό ή καλύτερα ανάμεσα στο αθώο και το πονηρό είναι σαφής, όσο όμως η ώρα περνάει η κατάβαση στην κόλαση του συνηγόρου γίνεται σχηματική, αποκτά εύκολες κοινωνικές διαστάσεις, οι χαρακτήρες δεν αλλάζουν σε τίποτα από αυτό που ήταν όταν τους πρωτογνωρίζεις και το fun ή ο κυνισμός που είναι διάχυτος γίνεται αυτοσκοπός. Σαν ο ΜακΚάρθι να αγνοεί πως για να χτίσεις ένα παραλογισμό πρέπει πρωτίστως να πατήσεις πάνω στη λογική και για να ανατρέψεις (κινηματογραφικά) κλισέ πρέπει πρωτίστως να τα έχεις θέσει πριν στη σωστή τους βάση.
Εκεί είναι ίσως η στιγμή που ο Ρίντλεϊ Σκοτ θα έπρεπε να παρεμβληθεί για να δώσει πνοή και να αλαφρύνει το βάρος μιας διαλογικής ταινίας που είναι περισσότερο ροκ απ’ ότι ποπ και περισσότερο λογοτεχνική απ’ ότι pulp.
Ακολουθώντας, όμως, πιστά το σενάριο του ΜακΚάρθι, ο Σκοτ κανεί καλά αυτό που ξέρει: λουστράρει έναν βρώμικο κόσμο με υπέροχη φωτογραφία και πλανοθεσίες με σινεφίλ αναφορές, αλλά αδυνατεί να δώσει ρυθμό και fun ανάλογο, για παράδειγμα, με αυτόν που έδωσε ο Κουέντιν Ταραντίνο στο παρόμοιων θεματικών και αισθητικών αναζητήσεων «Τζάκι Μπράουν».
Χωρίς ίχνος μελαγχολίας – σαν αυτή που έκανε τον ΜακΚάρθι τη σπουδαία πρώτη ύλη για το αριστουργηματικό «Καμία Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους» των αδερφών Κοέν –, με ελάχιστες αναλαμπές στιλ και διασκεδαστικού αυτοσαρκασμού και με ολοένα και πιο στεγνό σχολιασμό πάνω στην λογοτεχνία, το ίδιο το νουάρ και έναν κόσμο χωρίς ηθική, ο «Συνήγορος» είναι μια ταινία που θα μπορούσε να αποτελέσει την εκκίνηση για ένα νέου τύπου ενήλικο και άκρως απολαυστικό σινεμά χωρίς φραγμούς και αναστολές.
Αν μόνο κάποιος από τους δύο συνδημιουργούς του είχε την ευφυία να μην την πάρει ούτε στιγμή στα σοβαρά...