Μπορεί ο τελευταίος τίγρης της Τασμανίας να πέθανε το 1936 στον ζωολογικό κήπο του Χόμπαρτ, όμως μια μεγάλη μερίδα Αυστραλών, πιστεύουν ότι το μυστηριώδες μαρσιποφόρο θηλαστικό, εξακολουθεί να ζει στις ερημιές της αχανούς ηπείρου τους.
Στην ταινία του Ντάνιελ Νετχάιμ, ο Γουίλεμ Νταφόε, φτάνει στην χώρα, απεσταλμένος μιας ευρωπαϊκής εταιρίας βιοτεχνολογίας, θέλοντας να βρει την αλήθεια πίσω από τον μύθο της ύπαρξης ή μη του ζώου -και προφανώς να το συλλάβει, αν το βρει.
Θα εγκατασταθεί στην άκρη του αυστραλιανού outback, συγκατοικώντας, παρά τη θέλησή του, με την οικογένεια ενός εξαφανισμένου ζωολόγου και θα βυθιστεί στην μυστικιστική μαγεία της φύσης, ψάχνοντας όλο πιο βαθιά στην ερημιά κι ανακαλύπτοντας προφανώς κάτι πιο ουσιαστικό και σημαντικό από το ζώο που κυνηγά: την αληθινή του φύση.
Η απεραντοσύνη της φύσης και το κλειστό καβούκι ενός άντρα. Το μεγαλείο ενός τοπίου που σε καθηλώνει απέναντι στις μικροσκοπικές ιστορίες, τα ασήμαντα πάθη, την αδύναμη θέληση όσων το διασχίζουν, το χρησιμοποιούν, ζουν στα όρια του. Η άχρονη γαλήνη των βράχων, των κορυφών, των σκιερών δασών και το τρικυμισμένο θυμικό των ανθρώπων. Το όπλο ενός κυνηγού και η αμφίβολη ύπαρξη ενός ζώου στα όρια του μύθου. Η πραγματικότητα και το καθρεφτισμά της σε μια διάσταση σχεδόν συμβολική.
Τα γεγονότα, οι ήρωες ολόκληρο το φιλμ του Ντάνιελ Νετχάιμ κινείται ανάμεσα σε ένα πεδίο δημιουργημένο από αντιθετικούς πόλους, σε έναν χώρο που μοιάζει να αιωρείται ανάμεσά τους, μεταξύ της ομίχλης ενός παραμυθιού και της αιχμηρής καθαρότητας μιας σκληρής πραγματικότητας.
Με έναν ανάλογο τρόπο «Ο Κυνηγός» θα μπορούσε να περιγραφεί ως ένα θρίλερ ανοιχτού χώρου, μια οικολογική παραβολή, μια υπαρξιακή περιπλάνηση στην εσωτερική ερημιά μας, μια μελαγχολικά ελπιδοφόρα ιστορία για δεύτερες ευκαιρίες, για τον τρόπο να βρεις τον εαυτό σου, όταν χαθείς ολοκληρωτικά.
Και το φιλμ του Νετχάιμ είναι όλα αυτά. Μια βαθιά ρομαντική ελεγεία στην ομορφιά, την γαλήνια και αδυσώπητη ομορφιά της φύσης, αλλά μαζί στο κυνήγι, στην μοναχική εμπειρία του να περιμένεις, να ελπίζεις, να παραμονεύεις για κάτι που μπορεί να μην περάσει ποτέ από τον δρόμο σου, κάτι που ίσως να μην υπάρχει καν.
Και κάπως έτσι, ακόμη κι αν το φιλμ λειτουργεί θαυμάσια σαν μια ιστορία υπόκωφης αγωνίας, σαν μια τρυφερή αφήγηση για το πως ακόμη και οι ραγισμένοι άνθρωποι μπορούν να βρουν ο ένας τον άλλο, στην πορεία, όταν η φύση ανοίξει τον ορίζοντα κι όταν ο ήρωας σταθεί μόνος απέναντί της, γίνεται γρήγορα σαφές, πως οι ιστορίες του «Κυνηγού» δεν εξαντλούνται σε όσες μπορείς να περιγράψεις με λέξεις.
Σαν ένα τοπίο που σε αφήνει άφωνο, ή σαν την μεθυστική γαλήνη μιας ήσυχης ερημιάς, το φιλμ γρήγορα σε περιβάλλει με την απόκοσμη γοητεία του και σε βυθίζει στον κόσμο του. Με τον Γουίλεμ Νταφόε να δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες του, κατεβάζοντας την μέθοδό του στο επίπεδο ενός ψιθύρου, αφήνοντας το παράδοξο πρόσωπό του να αντικατοπτρίσει κάτι βαθύτερο και την απίθανη φύση της Τασμανίας να κλέβει την παράσταση, ο «Κυνηγός» σε κάνει να νιώσεις πράγματα κι αισθήσεις, λιγότερο χειροπιαστά και πολύ πιο ενδιαφέροντα από όσα συνθέτουν την πλοκή του.
Και είναι αυτά ακριβώς που λειτουργούν σαν παγίδα, που σε οδηγούν στο κέντρο αυτής της βαθιά μελαγχολικής, ανοιχτής σε διαφορετικές αναγνώσεις ταινίας και που σφίγγουν απαρατήρητα τον κλοιό τους γύρω τους και που πριν προλάβεις να το αντιληφθείς σε έχουν γοητεύσει και σε έχουν κερδίσει χωρίς ελπίδα διαφυγής.