Ο 48χρονος Κώστας Στασινός, ιδιοκτήτης γεωπονικού ανθοπωλείου, ζει μια συνηθισμένη ζωή με τη γυναίκα του Ράνια, τον 17χρονο γιο του Ανδρέα στην τελευταία τάξη του Λυκείου, και τη 14χρονη κόρη του Λουίζα. Προοδευτικός και αμετανόητα ιδεολόγος από τα φοιτητικά του χρόνια στη Γεωπονική, έχει εμφυσήσει στα παιδιά του τις αξίες με τις οποίες ανδρώθηκε. Η λεηλασία του σπιτιού του από μια συμμορία θα ανατρέψει ολοκληρωτικά την οικογενειακή ηρεμία, φέρνοντας βίαια στην καθημερινότητά της το παλιό κυνηγετικό όπλο του πατέρα του. Εχει τη δύναμη η οικογένεια να επουλώσει τις πληγές της και να γυρίσει σελίδα;
Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος υπήρξε ανέκαθεν ένας σκηνοθέτης ταινιών για το κοινό, δημιουργός ενός καλοφτιαγμένου στιβαρού σινεμά που ενδιαφερόταν εξίσου για τις κινηματογραφικές αρετές, όσο και για την σχέση του με τον θεατή. Η τελευταία ταινία του ήταν δώδεκα χρόνια πριν, η τρυφερή μα κι αληθινή «Πίσω Πόρτα» κι η επιστροφή του τώρα με τον εχθρό μου, τον βρίσκει σε ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο που έχει διαμορφωθεί στο ελληνικό σινεμά.
Το δικό του σινεμά πάντως παραμένει το ίδιο «επικοινωνιακό», άμεσο και καλοφτιαγμένο, ακόμη κι αν αυτή τη φορά δείχνει λίγο περισσότερο πολιτικό, αιχμηρό, οργισμένο. Ο «Εχθρός μου» θα μπορούσε να είναι βγαλμένος από τις σελίδες των εφημερίδων, αλλά στην πραγματικότητα μοιάζει να εκπορεύεται από την αμηχανία και τον διχασμό όλων μας απέναντι σε διλήμματα που ευχόμαστε να μην αντιμετωπίσουμε ποτέ.
Ο ηρωάς του είναι ο μέσος εμείς, ένας «καλός άνθρωπος», ένας ήσυχος μεσήλικας, προοδευτικός όσο η κοινωνική θέση και η κατάστασή του του επιτρέπει, οικογενειάρχης με ανοιχτό μυαλό και θετική διάθεση. Τι συμβαίνει όμως όταν βρίσκεται απέναντι στο πρόσωπο της τραγωδίας; Οταν οι ελάχιστες βεβαιότητες που είχε καταρρέουν; Οταν τα δομικά υλικά της ζωής του, η ασφάλεια, η οικογενειακή συνοχή, εξαφανίζονται;
Το φιλμ του Τσεμπερόπουλου μοιάζει να διερωτάται μαζί με τον ήρωά του, στέλνοντάς τον σε ένα καθοδικό ταξίδι προς το σκοτάδι που όλοι κρύβουμε εντός μας, δοκιμάζοντας να ανακαλύψει τα όρια της κοινωνικά καθορισμένης συμπεριφοράς μας και το σημείο στο οποίο κάτι άλλο, πιο επικίνδυνο ξυπνά. Και μέσα από το ταξίδι του δικού του ήρωα, μας προκαλεί να αναρωτηθούμε κι εμείς και πετυχαίνει να μας βάλει στη θέση του με τρόπο διακριτικό, μα απόλυτα ασφυκτικό.
Ο «Εχθρός μου» λειτουργεί την ίδια στιγμή σαν θρίλερ, σαν αντανάκλαση μιας κοινωνικής πραγματικότητας που αντιμετωπίζουμε όλοι, μα και σαν καθρέφτης πραγμάτων, σκέψεων ιδεών που η καθώς πρέπει ανατροφή, η πολιτική ορθότητα, η θέση και η μόρφωσή μας δεν μας επιτρέπει καν να αναγνωρίσουμε την ύπαρξή τους. Μα πως μπορείς να πολεμήσεις ή να αντισταθείς σε κάτι όταν δεν μπορείς καν να το κοιτάξεις στα μάτια; Βλέποντας την ταινία του Τσεμπερόπουλου θα έρθεις θέλοντας ή μη αντιμέτωπος με αυτόν τον εχθρό που καλώς ή κακώς κοιμάται μέσα στην πιο βαθιά σπηλιά του πυρήνα του εαυτού σου και θα αναγκαστείς να σκεφτείς τις θα έκανες αν κάποτε ξυπνούσε.
Χτίζοντας την ιστορία του με τρόπο φροντισμένο και τους ήρωες με όλες τις απαραίτητες λεπτομέρειες για να τους κάνει πειστικούς, τοποθετώντας τους σε μια Ελλάδα αναγνωρίσιμα αληθινή, μα ποτέ κραυγαλέα σχηματική, ο «Εχθρός μου» κατορθώνει να αποφύγει τον διδακτισμό και τις ευκολίες καθώς και τις «πολιτικές» παγίδες που ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε να κρύβει. Με την βοήθεια των ηθοποιών του και την ερμηνεία του Μανώλη Μαυροματάκη που μοιάζει ιδανικός στον ρόλο του ανθρώπου της «διπλανής πόρτας» (έστω κι αν κάποιες στιγμές δεν αποφεύγει την υπερβολή) και με ένα γερά δομημένο σενάριο (που σπάνια χάνει τον βηματισμό του) κατορθώνει να μιλήσει με ευφυή κι άμεσο τρόπο για πράγματα που δεν μοιάζουν «επείγοντα», μα που καλώς ή κακώς μας αφορούν όλους. Και που βλέποντας τον τρόπο που αλλάζουν την Ελλάδα γύρω μας (τους ανθρώπους της «διπλανής πόρτας»), μοιάζει απαραίτητο να τα αναλογιστούμε.