Δύο αγόρια στην προεφηβεία καβγαδίζουν μετά το σχολείο και ο ένας τραυματίζει το πρόσωπο του άλλου μ' ένα καδρόνι. Οι γονείς του θύτη επισκέπτονται τους γονείς του θύματος για να συντάξουν την «αναφορά» που ζητά από αυτούς ο διευθυντής του σχολείου και να συζητήσουν τι συνέβη στα παιδιά τους. Τέσσερις αστοί επιχειρούν αρχικά να θέσουν το περιστατικό σε πολιτισμένες εκπαιδευτικές βάσεις, αλλά σύντομα η κατάσταση εκτροχιάζεται και η πολιτικά ορθή ευγένεια δίνει τη θέση της σε κατηγορίες, προσβολές και επιθέσεις. Ο Θεός της Σφαγής τρίβει τα χέρια του ικανοποιημένος. Η πραγματική θνητή φύση φανερώθηκε για άλλη μια φορά, μεγαλοπρεπώς.
Βασισμένος στο διάσημο, βραβευμένο θεατρικό έργο της Γιασμίν Ρεζά, ο Ρομάν Πολάνσκι κλείνει τα αντικείμενα παρατήρησής του σ' ένα διαμέρισμα και κινηματογραφεί περιπαιχτικά την τραγελαφική σφαγή που διαδραματίζεται. Αλλωστε, ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά να συνθέτει φιλμικούς εφιάλτες μέσα σε τέσσερις τοίχους («Ο Ενοικος», «Το Μωρό της Ρόζμαρι»). Αυτή τη φορά όμως το «θρίλερ» που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια του θεατή είναι στην ουσία μία κατάμαυρη, κοφτερή κωμωδία αυτογνωσίας. Ενα ανελέητο ξεμπρόστιασμα της μικροαστικής πολιτικής ορθότητας που καταρρέει με πάταγο μόλις πέσουν οι μάσκες.
Το άψογα διακοσμημένο νεοϋρκέζικο διαμέρισμα, με τα βιβλία τέχνης και το βάζο με τις φρέσκες τουλίπες στρατηγικά τοποθετημένα στο τραπέζι του σαλονιού ως τρόπαια νεοαμερικανικής επιτυχίας, είναι το πρώτο, κεντρικό, ειρωνικό σχόλιο του σκηνοθέτη. Αρχικά δεν το παρατηρείς, αλλά μετά από λίγο χαμογελάς. Τα τελευταία 20 χρόνια τουλάχιστον, περιοδικά διακόσμησης έχουν επιβάλει στον σύγχρονο άνθρωπο όχι απλώς ένα μοτίβο αισθητικής - αλλά κι ένα μοντέλο ευτυχίας. Ο ενήλικος εαυτός σου πρέπει να αποκτήσει ένα γουστόζικο διαμέρισμα, όχι χυδαία νεόπλουτο, αλλά artsy κλασικό, με εκρού καναπέδες, μαξιλάρες, αντικείμενα τέχνης, λουλούδια και coffee table λευκώματα να συστήνουν στους καλεσμένους ποιος είσαι.
Ποιος είσαι; Είσαι η στεγνή, χωρίς χυμούς, νευρωτική μητέρα που προσπαθεί με πολιτισμένους υπαινιγμούς να επιβάλει στους «αντίπαλους» γονιούς το αίσθημα τιμωρίας προς το θύτη γιο τους; Είσαι ο μαλθακός «πυροσβεστήρας» άντρας της, φαινομενικά καλόκαρδος, στην ουσία άβουλος και βολικός - σαν ένα ακόμα μαξιλάρι στον καναπέ που επέλεξε η γυναίκα του; Μήπως είσαι ο τυπικός killer γιάπης που δεν κρατάς πια ούτε τα προσχήματα, δεν ενδιαφέρεσαι να γίνεις συμπαθής, αλλά απροκάλυπτα επιβάλεις τη δουλειά σου σαν παράσημο επιτυχίας - φορεμένο στο πέτο της Burberry καπαρντίνας σου; Ή η έτοιμη να εκραγεί, κρυφά αλκοολική γυναίκα που κάπου, κάποτε θεώρησε ότι καλοπαντρεύτηκε και έλυσε τα προβλήματα της ζωής της;
Το εξαιρετικό καστ, που μοιάζει να απολαμβάνει κάθε βιτριολική ατάκα, είναι το μεγάλο ατού του Πολάνσκι στην εκτέλεση αυτού του καλογραμμένου, πυκνού κειμένου που δεν σταματά όταν ξεγυμνώνει την πρώτη επιδερμίδα κοινωνικής υποκρισίας και καθωσπρέπει προσποίησης. Προχωρά βαθιά, εκεί που πονάει: σε όλα όσα μας έμαθαν να υπηρετούμε ως «σωστά» στον αιώνα της σύγχρονης διαφώτισης και του μοντέρνου πολιτισμού. Ολα περνούν από την κρεατομηχανή του Θεού της Σφαγής - κοινωνικές αντιλήψεις, πολιτικά πιστεύω, ισότητα, θεσμοί, σχέσεις, αυτογνωσία. Εκεί, ανάμεσα στην αισθητική τελειότητα των αντικειμένων οι άνθρωποι θα χάσουν τα όρια, θα βγουν (κυριολεκτικά) από τα πανάκριβα ρούχα τους, θα ξεράσουν (κυριολεκτικά) πάνω στη βιτρίνα πολυτέλειας και πολιτισμού του γείτονά τους.
Αντίθετα στο κείμενο, το σφιχτό σκηνοθετικό ρυθμό και την ενέργεια των υπέροχων πρωταγωνιστών λειτουργεί μόνο ένας παράγοντας: δεν μπορεί να κρυφτεί η πραγματική θεατρική φύση του έργου. Οσες γωνίες κι αν ανακαλύψει ο Πολάνσκι, όσα ευρήματα για να μετακινηθεί η κάμερα στους χώρους του σπιτιού, η καρδιά της ταινίας είναι το κείμενό της και οι tour-de-force ερμηνείες των ηθοποιών. Ο θεατής πρέπει να πάει προετοιμασμένος για εγκεφαλική δράση και σφαγή που θα γίνει, τελικά, μέσα του.