Η δίκη της Νυρεμβέργης, της ηγεσίας του Τρίτου Ράιχ, είναι το τερέν για μια παραδοσιακή, στερεοτυπική, φιλόδοξη μ' έναν τρόπο βγαλμένο από το mainstream σινεμά περασμένων δεκαετιών, ταινία βασισμένη στο βιβλίο του Τζακ Ελ-Χάι, The Nazi and the Psychiatrist, με τη σειρά του εμπνευσμένο από το αυτοβιογραφικό 22 cells in Nuremberg.
Το έτος είναι το 1945 κι ο νεαρός Αμερικανός ψυχίατρος Ντάγκλας Κέλι φτάνει στο Λουξεμβούργο, σ' ένα γερμανικό μέγαρο που έχει μετατραπεί σε μυστική φυλακή υψίστης ασφαλείας, με μια αποστολή-πρόκληση. Εκεί κρατούνται οι επικεφαλής του ναζιστικού καθεστώτος, μεταξύ τους και αυτός ο Χέρμαν Γκέρινγκ, ώσπου να μεταφερθούν στο δικαστήριο. Στον Κέλι ανατίθεται φαινομενικά να ελέγχει την ψυχική τους κατάσταση, ουσιαστικά να φροντίσει ώστε κανείς τους να μην αυτοκτονήσει πριν δικαστεί κι εκτεθεί δημόσια. Καθώς οι μέρες περνούν, ο Κέλι και ο Γκέρινγκ θ' αναπτύξουν μια ιδιαίτερη σχέση μίσους και θαυμασμού - όχι πολύ διαφορετικά από αυτήν της Κλαρίς και του Χάνιμπαλ Λέκτερ - που θα εξωθήσει τον νεαρό ψυχίατρο στα άκρα της ηθικής του.
Εάν η φιλοδοξία της «Νυρεμβέργης» είναι να πρωταγωνιστήσει στα φετινά Οσκαρ, το επιδιώκει με τον πιο παλιομοδίτικο, συμβατικό τρόπο. Ενα μεγάλο σκηνικό, θεαματικό μοντάζ, μια σειρά από επώνυμους ηθοποιούς σε μικρότερους, διεκπεραιωτικούς ρόλους, ένα θέμα που μελετά την Ιστορία, ένας άνθρωπος μικρός, αντιμέτωπος με το Κακό και τη συναρπαστική κοινοτοπία του.
Σ' αυτό το σύνολο, ο Ράσελ Κρόου ως Γκέρινγκ μακράν ξεχωρίζει, μια και ο Αυστραλός ηθοποιός μπορεί να κάνει μαγικό όποιο ρόλο αγγίξει - παρότι, μια και ο Γκέρινγκ γνωρίζει την αγγλική, στην ταινία μιλά με γερμανική προφορά, με αποτέλεσμα φράσεις όπως «γιου βιλ χεβ εν ανχάπι λάιφ αϊ τινκ». Η γοητεία του ηθοποιού και το σύνθετο της προσωπικότητας του εξτρίμ εγκληματία δημιουργούν, σίγουρα όχι ηθελημένα, μια λάμψη γύρω από τη φιγούρα του Ναζί ηγέτη. Σ' αυτό συμβάλλει και το ότι απέναντί του ο Κρόου έχει έναν Ράμι Μάλεκ με χαρακτηριστικά αλλοπρόσαλλο παίξιμο και δευτεραγωνιστές που δεν κάνουν την παραμικρή προσπάθεια (ούτε καν ο Μάικλ Σάνον), να δώσουν βάρος στους ρόλους τους.
Το σενάριο δεν αποφεύγει τα κλισέ - παρότι ο σεναριογράφος/σκηνοθέτης Τζέιμς Βάντερμπιλτ, μεταξύ μέτριων δουλειών του, έχει συμβάλλει στο σενάριο του «Zodiac» του Φίντσερ - όπως αυτό του Αμερικανού διερμηνέα με το σκοτεινό μυστικό, ή τον κομβικό ρόλο της σέξι δημοσιογράφου, ή το αναπόφευκτο ότι στην κάθε εκτέλεση η κάμερα θα παραμείνει κεντραρισμένη για να δείξει τα ούρα του νεκρού.
Οσο για τον παραλληλισμό με το σήμερα - «αυτά τα τέρατα πρέπει να φανούν στο δικαστήριο, ώστε να μην ξανασυμβεί κάτι τέτοιο στο μέλλον», hint, στα πρόθυρα είμαστε - φυσικά είναι χρήσιμος, αλλά γίνεται και με τον πιο αναμενόμενο, διδακτικό τρόπο.

