Ο Ντομ Χέμινγουεϊ είναι ο καλύτερος, ο πιο διαβόητος διαρρήκτης χρηματοκιβωτίων της πιάτσας του νότιου Λονδίνου. Περήφανος βαρύμαγκας, αλαζονικό κοκόρι, αθυρόστομα πολυλογάς, ξεχειλίζει από τεστοστερόνη, μπύρα και politically incorrect απόψεις. Δεν άλλαξε ούτε μετά από 12 χρόνια φυλακής. Εκεί μέσα δε λύγισε, δεν αποκάλυψε το μεγαλαφεντικό πίσω από το κόλπο που τον οδήγησε στα σίδερα. Για αυτό, όταν τον αφήνουν πλέον ελεύθερο, ψάχνει να τον βρει για να συλλέξει την αποζημίωσή του. Θέλει πίσω τα χρήματα που του αξίζουν, τα χρόνια που στερήθηκε και... εκδίκηση. Εκδίκηση γιατί κάποιος άλλος αγάπησε την οικογένεια που άφησε πίσω - τη γυναίκα του που πέθανε, την μικρή του κόρη που τώρα είναι η ίδια μητέρα.
Η πρώτη σκηνή της ταινίας είναι ένα one man show. Mία μικρού μήκους επίδειξη του ρίσκου που ήταν έτοιμος να πάρει ο Τζουντ Λο. Ενας μονόλογος-πυροβόλο που εκσπερματώνει με ηδονή μεγαλόστομες ατάκες, προκαλεί, ακροβατεί με το γκροτέσκα χυδαίο, αλλά κερδίζει το στοίχημα με την απενοχοποιημένη, κατάμαυρη κωμωδία.
Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Ρίτσαρντ Σέπαρντ, ο οποίος σήμερα υπογράφει τα εξίσου τολμηρά τηλεοπτικά «Girls», μας είχε χαρίσει πριν χρόνια το καταπληκτικό «The Matador», που τότε τσαλάκωσε με επιτυχία τον «Τζέιμς Μποντ» Πιρς Μπρόσναν. Με ίδια μπυροκοιλίτσα, τραχιά φάτσα και κωμικό αυτοσαρκασμό, αλλά ακόμα πιο ακραία, ωμή, βίαιη προσωπικότητα, ο Λο γλιστράει κάτω από την Κόκνι προφορά, την λαϊκή καταγωγή και την γκάνγκστα περσόνα του βρώμικου ήρωά του με αυταπάρνηση. Ο Σέπαρντ τον κινηματογραφεί με αλά Γκάι Ρίτσι γρήγορους ρυθμούς, freeze frames, slow motion, βινιέτες ανάμεσα στα κεφάλαια της δράσης. Κι εμείς παρακολουθούμε διασκεδάζοντας με τους πινγκ-πονγκ χειμαρώδεις διαλόγους, το σκηνοθετικό στυλιζάρισμα, την παραληρηματική κόντρα της κωμωδίας με τη βία.
Μόνο που αυτό κρατά περίπου ένα μισάωρο. Η πλοκή θέλει τον Χέμινγουεϊ να καταλήγει loser στο κατώφλι της κόρης που άφησε πίσω και δεν τον έχει συγχωρήσει ποτέ. Κι εκεί η ταινία φρενάρει. Ο καταλυτικά και αμετανόητα χυδαίος, σκάρτος αντι-ήρωας, παλεύει με τις τύψεις και την μεταμέλεια, η αφήγηση αλλάζει ρυθμούς και το γοητευτικό της τέμπο χάνεται. Ο Σέπαρντ μοιάζει να διστάζει: από την μία θέλει να συμπεριλάβει μία τέτοια πτυχή του ήρωά του, από την άλλη την απεικονίζει με δυόμιση εύκολες σκηνές κάθαρσης. Μετά τον πισωγυρίζει στην άκλητη ζωή, έπειτα πίσω στην κόρη, λίγο μετά ξανά στην κομπίνα, εν τέλει τον χάνει. Οταν έχεις ξεκινήσει μία ταινία προκαλώντας το θεατή σε μία επικίνδυνη αλκοολική βόλτα με σπασμένα τα φρένα, δεν μπορείς μετά να κατεβάσεις ταχύτητα, να ανάψεις αλάρμ και να παρκάρεις. Ο θεατής προτιμά να πέσει με φόρα μετωπικά σε τοίχο. Αυτό θα ήταν το πραγματικά τολμηρό.
Κάπως έτσι ο Ντομ Χέμινγουεϊ χάνει την ευκαιρία να περάσει στο αυτόματα κλασικό cult πάνθεον. Ο Τζουντ Λο όμως σίγουρα γράφει ιστορία.