Οι εκπλήξεις είναι ωραίες στο σινεμά. Τέτοια είναι ότι ο Τομ Φορντ, ο ένας από τους σπουδαιότερους σχεδιαστές κι επιχειρηματίες μόδας της νεότερης εποχής, ήταν θαυμάσιος σκηνοθέτης με την πρώτη του ταινία, το «A Single Man» το 2009 και τώρα ακόμα καλύτερος (αν και σεναριογράφος, όχι), σε μια ταινία πιο απαιτητική, μια και ανήκει στο σεσημασμένο είδος του θρίλερ και μαζί στο νουάρ ερωτικής εκδίκησης. Άλλη τέτοια είναι ότι, από τα δυο μέρη στα οποία χωρίζεται η ταινία, το «ρεαλιστικό», το έντονα στιλιζαρισμένο, εστέτ, κομψό και αυστηρό, όπως η αισθητική του Τομ Φορντ, είναι το πιο αδύναμο, ενώ το άλλο, το «φανταστικό», το σκληρό και τραχύ, καμένο από τη βία και τον ήλιο της τεξανής ερήμου, είναι από μόνο του μια υπέροχη ταινία.
Ο Τομ Φορντ ανεβάζει ο ίδιος τον πήχη των απαιτήσεων από τον εαυτό του, διασκευάζοντας ελεύθερα το μυθιστόρημα «Tony and Susan» που έγραψε ο Οστιν Ράιτ το 1993. Και με αυτή την απόφαση, μπαίνει στο μεγάλο μεταμοντέρνο παιχνίδι όχι απλώς της λογοτεχνικής μεταφοράς, αλλά και του δεύτερου επιπέδου της, τής οπτικοποίησης ενός μυθιστορήματος μέσα στην ίδια την ταινία, ως φόρμα σινεμά.
Η ιστορία παρακολουθεί τη Σούζαν, μια ατμοσφαιρική κοκκινομάλλα γυναίκα, γκαλερίστα, μοναχική, επιτυχημένη στη δουλειά της, αποτυχημένη σ’ έναν ψυχρό κι αδιέξοδο γάμο. Η Σούζαν αρχίζει να διαβάζει τις νύχτες, όταν δεν μπορεί να κοιμηθεί, το χειρόγραφο που της έστειλε ο πρώην άντρας της, συγγραφέας, το οποίο και της αφιερώνει. Είναι μια ανελέητη ιστορία τρόμου, βίας και απώλειας, στο γεμάτο machismo Τέξας, εκεί όπου το έγκλημα και η τιμωρία αλλάζει αντρικά χέρια.
Η «πραγματική» ιστορία, αυτή της Σούζαν, με τη μορφή της Εϊμι Ανταμς που φέρει ένα βάρος περιεχομένου ακόμα κι όταν δεν έχει τι ακριβώς να παίξει και να χτίσει, καθρεφτίζει την αφαιρετική κομψότητα και τον λιτό αισθησιασμό του Τομ Φορντ. Ο κόσμος των πλουσίων και κενών, με το αριστουργηματικό σπίτι, γυάλινο αλλά απροσπέλαστο, την αυστηρή αλλά γοητευτική αρχιτεκτονική, τα πεντακάθαρα κοντινά, τα πρωτογενή χρώματα, το βαρύ σκοτάδι, μια κρύα τελειότητα που κρύβει επιμελώς τις εσωτερικές συγκρούσεις. Μόνο που την πυκνή αυτή ατμόσφαιρα, δεν υπάρχει σενάριο να τη στηρίξει: οι ήρωες είναι σχηματικοί, οι σύνδεσμοι διάφανοι, οι σχέσεις αιτιότητας στερεοτυπικές. Στην πραγματικότητα, είναι ένα μέρος τελείως περιττό, πέρα από τα μικρά διαλείμματα που προσφέρει στην αφήγηση και το χάδι στα μάτια.
Η «φανταστική» ιστορία, εκείνη του μυθιστορήματος του Τόνι, με ήρωα τον Εντουαρντ που βρίσκεται στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή, βλέπει την οικογένειά του να διαλύεται χωρίς ο ίδιος να μπορεί να παρέμβει και ξεκινά με δίψα ν’ αναζητά τρόπο εκδίκησης, είναι ένα καλοστημένο, γεμάτο ένταση θρίλερ. Τόσο φωτεινό που πονά τα μάτια, γεμάτο κατεστραμμένους άντρες και ηθικά αδιέξοδα, με μια εκπληκτικά σκηνοθετημένη πρώτη σκηνή καταδίωξης κι αντιπαράθεσης, αρκεί για ν’ αποτελέσει την ταινία που θα θέλαμε να δούμε. Φωτισμένο από τον Σέιμους ΜακΓκάρβεϊ, από τις υπέροχες δουλειές του πιο κοντά στο «Atonement», μονταρισμένο εκπληκτικά και με καθοριστική επιτυχία από την Τζόαν Σόμπελ, μιλά για το δίκαιο και το άδικο, για την αυτοδικία και για το πού μπορείς να φτάσεις όταν δεν έχεις τίποτα να χάσεις – κι όταν η μεγαλύτερη ανάγκη σου είναι να πείσεις τους πάντες ότι δεν είσαι αδύναμος.
Μια, ή μάλλον μισή, ταινία που φέρνει στο νου (σίγουρα και του Φορντ) τον Σαμ Πέκινπα και που κερδίζει όχι μόνο από τον μεμιάς καθηλωτικό Μάικλ Σάνον, αλλά και από μια σύνθετη, μεταβαλλόμενη, πολλαπλών ταυτοτήτων και ταχυτήτων διπλή ερμηνεία από τον Τζέικ Τζίλενχαλ – κι όχι τόσο από τη θεληματική προσπάθεια του Ααρον Τέιλορ Τζόνσον, πιο θεαματική και λιγότερο ουσιαστική.
Ο τρόπος με τον οποίο οι δυο αυτές ιστορίες συνδέονται σεναριακά είναι σπαρακτικός, επενδύει στις αρετές του «μυθοπλαστικού» θρίλερ και μπολιάζει με ενδιαφέρον το επίπεδο «παρόν». Κι αν η ανισότητα των δύο αφήνει μια αίσθηση ανικανοποίητου, υπάρχει αυτό το τελευταίο πλάνο, το τόσο προσεκτικά σχεδιασμένο, τόσο αφηγηματικό στη σταθερότητά του, τόσο εύγλωττο στη σιωπή του, για να καλύψει κάθε κενό στο φινάλε. Εκτός από εκείνο μέσα στην ψυχή της Σούζαν. Κι αυτό γιατί εκτός από μετρ του στιλ, ο Τομ Φορντ είναι, αποδεδειγμένα, ένας απολαυστικός σκηνοθέτης.