Out with the old, in with the new. Αθελά του, ο νέος Τζέιμς Μποντ είναι το preview μιας μετα-covid εποχής, χωρίς μαγεία.
Ο χρόνος είναι, φυσικά, το κλειδί για το «No Time to Die», στο σενάριο αλλά και μ' έναν meta τρόπο. Δεν είναι η στιγμή να πεθάνεις, λέει ο τίτλος, αλλά, τότε, πότε είναι η στιγμή για να πεθάνεις, τι είναι εκείνο για το οποίο αξίζει να διακινδυνεύσεις την ίδια σου τη ζωή; Ο Τζέιμς Μποντ δεν είναι πλέον ο Πράκτορας 007, έχει αποσυρθεί, τη θέση και τον κωδικό του, μάλιστα, έχει πάρει η Νόμι, μια νεαρή μαύρη γυναίκα, κλείσιμο ματιού στον εκσυγχρονισμό των ηθών, αλλά και στον βαθύ συντηρητισμό του Ιαν Φλέμινγκ (η Λασάνα Λιντς σ' ένα ρόλο τόσο αδιάφορα γραμμένο που καθόλου δεν χτίζει προσμονή για να την ξαναδούμε - παρά την πολυδιαφημισμένη συμμετοχή της Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ στο σενάριο, δεν μοιάζει να έχει δοθεί καμία μεγαλύτερη πυγμή στις γυναίκες ηρωίδες). Ο Τζέιμς, ωστόσο, με προσωπικά κίνητρα, θα δεχτεί ν' αναλάβει μια υπόθεση που του προτείνει ο Φίλιξ, ο παλιόφιλος από τη CIA. Η υπόθεση θα τον οδηγήσει όχι μόνο σ' ένα ταξίδι από την Ιταλία (αυτή προ της δράσης), στην Τζαμάικα, στην Κούβα, στην Αγγλία και σ' ένα αχαρτογράφητο νησί, αλλά και στην MI6 και στην αντιφατική Μαντλέν Σουαν.
Το πρώτο μέρος της ταινίας είναι αληθινά «τζειμσμποντικό»: ο Κάρι Φουκουνάγκα προσθέτει τη δική του χροιά μεταφυσικής μελαγχολίας σε μια πορεία γεμάτη εξαιρετικές σκηνές δράσης (στα χιόνια, στα καλντερίμια, σε πριβέ κλαμπ, με τα πόδια, με μηχανές, με αυτοκίνητα, αεροπλάνα, υποβρύχια), σε γκλάμορους τοποθεσίες, μ' ένα ελαφρύ κι ευπρόσδεκτο χιούμορ. Η σεκάνς της Κούβας, ιδιαίτερα, με συμπρωταγωνίστρια την Παλόμα της Ανα ντε Αρμας είναι γαργαλιστική. Αυτός είναι ο παλιός καλός Μποντ, στραπατσαρισμένος ελαφρώς από το χρόνο, αλλά, νάτος ξανά εύστροφος κι αήττητος.
Μέσα στη δράση, ο Φουκουνάγκα ενσωματώνει κι ένα scrapbook εμβληματικών στοιχείων της σειράς ταινιών: ένα πλάνο με drone ενός λευκού, χιονισμένου τοπίου, υπέροχα ρετρό γκάτζετς αυτοκινήτου, οι προαιώνιοι εχθροί Ρώσοι αλλά και Ιάπωνες, dinner jackets και εξώπλατα φορέματα, καθησυχασμός. Σε settings που, κι αυτά, είναι ρημαγμένα από το χρόνο, σαν τον ήρωα: ένα πέτρινο χωριό-φάντασμα στην Ιταλία, τα αυτοκίνητα του '60 στην Κούβα, το γκρίζο Λονδίνο, καθησυχασμός.
Στο δεύτερο μέρος, ωστόσο, ο Φουκουνάγκα μοιάζει να χάνει την ταυτότητά του κι ο ήρωας τη δική του. Ισως φταίει γι' αυτό η εμφάνιση του «κακού», στο πρόσωπο του Ράμι Μάλεκ. Η ιδέα είναι εκπληκτική: τραυματισμένος στο παρελθόν του, σωματικά αλλά και ψυχικά, ο Λιούτσιφερ Σάφιν έχει στην κατοχή του ένα όπλο, ένα δηλητήριο κατασκευασμένο από Ρώσο επιστήμονα, το οποίο σου απαγορεύει ν' αγγίξεις άλλον άνθρωπο, γιατί θα πεθάνει. Πόσο αλλόκοτο, μια ταινία που όχι απλώς γυρίστηκε πριν την πανδημία, αλλά κι υπέφερε από αυτή με πολυάριθμες αναβολές, ν' αποτελεί την πιο θεαματική παραβολή για την εποχή του μη-αγγίγματος, της καταναγκαστικής αποστασιοποίησης. Οσο ωραία είναι η ιδέα, τόσο άνευρος κι ανέμπνευστος είναι ο Ράμι Μάλεκ στο ρόλο του, λες και δεν μπορεί να υπερβεί τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, κενά απ' οποιαδήποτε λάμψη καταστροφικής ιδιοφυίας ή απειλής.
Εκεί σταματούν και τα πολυχρονισμένα, γοητευτικά τοπία, για να μεταφερθούμε σ' ένα πολύπλοκο και πολυόροφο αρχιτεκτόνημα που δεν αξιοποιείται σωστά για να προσφέρει αγωνιώδη κλιμακωτά κυνηγητά, παρά αρχίζει να φλυαρεί και να χάνει ενέργεια. Καθώς η ταινία οδηγείται στο φινάλε της, στην ολοκλήρωση, έτσι κι αλλιώς, ενός κύκλου μια και, είναι πια γνωστό, αυτή είναι η τελευταία συμμετοχή του Ντάνιελ Κρεγκ στη σειρά, οι αναφορές στο παρελθόν του μύθου συνδέονται με τις επανεμφανίσεις των προσώπων που τον έχτισαν, όχι μόνο η Μαντλέν και ο Μπλόφελντ του Κριστόφ Βαλτς, αλλά και ο Κιου, η Μάνιπενι, ο Εμ, ακόμα και... η Εμ της Τζούντι Ντεντς, για έναν προδιαγεγραμμένο αποχαιρετισμό.
Σε τι; Στο παραμύθι, στο υπέροχο κινηματογραφικό ψέμα, στους ήρωες και τους πράκτορες που πάντα ξέρουν πώς να βρουν διέξοδο. Για να υποδεχτούμε, μάλλον, μια εποχή προσγειωμένη στην πραγματικότητα, επιμελημένα ορθή, ιδωμένη μέσα από το φίλτρο της καθημερινότητας. Ετσι ώστε να θελήσεις, συγκρατώντας λίγο δάκρυ παραπόνου, να τα βάλεις με τους συντελεστές του «No Time to Die», που με το έτσι θέλω σου έκλεψαν το όνειρο, την κινηματογραφική υπέρβαση, το θρύλο που δεν ήταν (μόνο) δικός τους. Και με το χρόνο που περνά, που δεν είναι, τελικά, άφθονος και που φέρνει μαζί του αλλαγές που κανείς δεν ζήτησε.