Ισως μερικές από τις πιο τρομαχτικές ταινίες τρόμου είναι εκείνες που έχουν να κάνουν με το είδος του home invasion. Κι αυτό γιατί μοιάζουν να είναι αρκετά πιο αληθινές από τις δαιμονισμένες κούκλες και τους κατά συρροή δολοφόνους που κυνηγούν τον πρωταγωνιστή και τους φίλους του μέσα σε ένα λιβάδι, ποντάροντας έτσι περισσότερο στον εσωτερικευμένο φόβο και το άγχος του καθενός ότι όσες πόρτες και αν μπλοκάρεις, όσα παράθυρα κι αν κλειδώσεις τίποτα δεν πρόκειται να σε προστατεύσει από τον βίαιο τρόμο.
Και η ταινία «Καμία Σωτηρία» αναβιώνει αυτόν τον τρόμο, προσθέτοντας όμως μέσα σε αυτή και κάτι από εξωγήινη εισβολή, ένας συνδυασμός που αποδεικνύεται αρκετά αποτελεσματικός, δημιουργώντας έτσι μια μινιμαλιστική στην παρουσίασή της ταινία χωρίς διαλόγους και με τη πλοκή να εξελίσσεται μόνο μέσω των εικόνων και του ήχου, εκτελεσμένη με έναν περίτεχνο τρόπο, η οποία δεν μοιάζει ούτε λεπτό ως κάτι φτηνό και επιτηδευμένο.
Στη ταινία γνωρίζουμε την Μπριν, μια ταλαντούχα νέα γυναίκα που έχει αποξενωθεί από την κοινότητά της. Μόνη, αλλά γεμάτη, ελπίδα, βρίσκει παρηγοριά στο σπίτι όπου μεγάλωσε, ως την στιγμή που ξυπνάει από τους παράξενους ήχους απόκοσμων εισβολέων. Ακολουθεί μια αναμέτρηση γεμάτη δράση, μεταξύ της Μπριν και των εξωγήινων όντων που απειλούν το μέλλον της, ενώ ταυτόχρονα την αναγκάζουν να αντιμετωπίσει και το ίδιο της το παρελθόν.
Το πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς στην ταινία είναι η έλλειψη διαλόγων κάθ’ όλη την διάρκειά της. Ο σκηνοθέτης της ταινίας Μπράιαν Ντάφιλντ, ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του ως σεναριογράφος ταινιών όπως «Babysitter» και «Love and Monsters», αποφασίζει εδώ να μην χρησιμοποιήσει ούτε μια ατάκα διαλόγων για να πει την ιστορία του, κάτι που μπορεί να ακούγεται αρκετά τολμηρό ως ιδέα, αλλά καταφέρνει να το κάνει να λειτουργήσει. Μπορεί όλο αυτό να αποτρέψει αρκετούς να την απολαύσουν, αλλά ο Ντάφιλντ καταφέρνει να δημιουργήσει μια απαράμιλλη είδους ένταση και σασπένς, μόνο με την εικόνα και τον ήχο. Τα δάνειά του από άλλες ταινίες μεταφυσικού τρόμου όπως το «Invasion of the Body Snatchers», το «The Strangers» και φυσικά τις «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου», ενσωματώνονται με έναν οργανικό και αποτελεσματικό τρόπο.
Οι μόνες λέξεις που ακούγονται καθαρά (γιατί υπάρχουν μια δυο σκηνές που ακούγονται κάποιες λέξεις ακόμα) στο φινάλε δίνουν την απαραίτητη βαρύτητα και δύναμη στην πλοκή της περνώντας ξεκάθαρα το μήνυμα για το τραύμα που προκαλεί η ενοχή αλλά και τη φυλακή μιας ανείπωτης μοναξιάς που επιβάλλουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας. Είναι μια φράση που δίνει νόημα σε αυτόν τον «σιωπηλό» πόνο που βιώνει κάποιος αλλά και τη δύναμη που βρίσκει μέσα του να συγχωρέσει, κυρίως, τον ίδιο του τον εαυτό.
Η ταινία θα μπορούσε απλά να καταρρεύσει εάν δεν είχε δυο εξαιρετικά δυνατά χαρτιά. Το ένα είναι υπέροχη ερμηνεία της Κέιτλιν Ντέβερ (που γνωρίσαμε στο «Booksmart»). Η ίδια χρησιμοποιώντας απλά και μόνο τις εκφράσεις του προσώπου της σου δίνει ακριβώς όλα όσα θα πρέπει να ξέρεις για το πώς αισθάνεται. Χειρίζεται τις ακραίες συναισθηματικές και σωματικές απαιτήσεις του ρόλου της με απίστευτη άνεση, παραδίδοντας μια γεμάτη πανικό, αγχωτική αλλά και ταυτόχρονα δυναμική αλλά και στιβαρή ερμηνεία, η οποία χωρίς να βγάλει λέξη έχει καταφέρει να κερδίσει επάξια τον ρόλο της scream queen.
Το δεύτερο είναι το αριστουργηματικό sound design της ταινίας. Η χρήση του ήχου, από τα τρομαχτικά και εξωπραγματικά τσιρίγματα των εξωγήινων, από τις δονήσεις αλλά και για τις στιγμές εκείνες της απόλυτης σιωπής, ενσωματώνονται αρμονικά στην ταινία για να δώσουν τον μέγιστο αντίκτυπο. Ο ήχος, σε συνδυασμό πάντα με την εικόνα, με μια επίσης απόκοσμη φωτογραφία από τον Αάρον Μόρτον («Ο Αρχοντας των Δαχτυλιδιών: Τα Δαχτυλίδια της Δύναμης» και «Το Πρόσωπο του Κακού»), και τον σχεδιασμό των τρομαχτικών εξωγήινων που δίνουν μια άλλη ανατροπή στο κλισέ «μικρά γκρίζα ανθρωπάκια», χρησιμοποιούνται με τον πιο κατάλληλο τρόπο έτσι ώστε να σε στοιχειώσουν μέχρι το τέλος της. Ενα τέλος όμως που μοιάζει αρκετά διφορούμενο και το μόνο σίγουρο είναι ότι θα προκαλέσει πολλές συζητήσεις.
Το «Καμία Σωτηρία» άνετα θα μπορούσε να είχε υποπέσει στα αμέτρητα κλισέ του είδους και να καταλήξει ως κάτι χαζό και ανούσιο. Ομως με ένα δυνατό μήνυμα στο πυρήνα της, αλλά και γεμάτη συμβολισμούς και έντονο τρόμο σε σημεία, η ταινία ξεπερνάει όλα τα εμπόδια για να γίνει μια από τις πιο διασκεδαστικές ταινίες επιστημονικής φαντασίας/τρόμου της χρονιάς. Είναι όμως και μια από αυτές τις ταινίες – εμπειρίες τις οποίες θα ήθελες να ζήσεις μέσα σε κάποια κινηματογραφική αίθουσα για να την απολαύσεις πλήρως. Αλλά ακόμα και στη μικρή οθόνη (έστω με ένα καλό ηχοσύστημα παρέα) βλέπεται και ακούγεται δυνατά.