Ενας Αμερικανός επιχειρηματίας μετακομίζει με την οικογένειά του στη Νοτιοανατολική Ασία. Οι εξεγέρσεις που ξεσπούν λόγω της πολιτικής αστάθειας της περιοχής, τον αναγκάζουν να αναζητήσει εσπευσμένα ασφαλές καταφύγιο για εκείνον και την οικογένειά του, καθώς η πόλη δέχεται βίαιες επιθέσεις από αντάρτες.
Μαζεύτηκαν που λέτε μια μέρα κάτι Αμερικάνοι και είπαν να κάνουν μια ταινία δράσης που να διαδραματίζεται σε μια ασιατική μητρόπολη όπου γίνονται ταραχές και στο κέντρο της έβαλαν μια αμερικανική οικογένεια η οποία θα προσπαθήσει να επιβιώσει με κάθε τρόπο από τα νύχια των κακών ανταρτών που τους έχουν πάρει στο κατόπι. Και αποφάσισαν – οι ίδιοι Αμερικάνοι – να μην ονοματίσουν την πόλη για να μην κατηγορηθούν ότι παρεμβαίνουν σε τρέχοντα πολιτικά θέματα, σκέφτηκαν πως θα ήταν τουλάχιστον τρομερή επιτυχία να εξασφαλίσουν για πρωταγωνιστή τον Οουεν Γουίλσον σε κόντρα ρόλο action hero τύπου Λίαμ Νίσον στα «Taken», πρόσθεσαν και τον Πιρς Μπρόσναν για να δώσει μια τζεϊμσμποντική αύρα στο όλο πράγμα και εμπιστεύτηκαν τη σκηνοθεσία στον Τζον Ερικ Ντάουντλ, ειδικευμένο σε found footage θρίλερ όπως το «Devil», το «Quarantine» και το «As Above, As Below».
Το ότι και μόνο από το παραπάνω pitching έχεις κόψει φλέβες από τη βαρεμάρα δεν τους απασχόλησε καθόλου και κάπως έτσι γεννήθηκε το «Χωρίς Διέξοδο», μια κατ’ ευφημισμό ταινία που πιστεύει ακράδαντα πως είναι ένα survival story που κόβει την ανάσα, όταν αυτή η ανάσα έχει ήδη κοπεί από το πρώτο εικοσάλεπτο, όταν η μητέρα της οικογένειας σχολιάζει ειρωνικά «Καλως ήρθατε στον τέταρτο κόσμο», όταν οι δυο της κόρες ανακαλύπτουν πως στο ξενοδοχείο που διαμένουν δεν δουλεύει η τηλεόραση, το τηλέφωνο και γενικά όλα τους φαίνονται χάλια αφού δεν είναι σπίτι τους στην Αμερική.
Αν δεχθείς όλη την υπόλοιπη ταινία ως μια τιμωρία για την απέραντη (αμερικανική) βλακεία της εν λόγω οικογένειας, τότε ας διαγράψουμε όλη την κριτική που διαβάζετε μέχρι στιγμής και ας ξεκινήσουμε από την αρχή. Οχι, όμως. Το «Χωρίς Διέξοδο» δέχεται ως γεγονός πως οι «απάτριδες» Ασιάτες είναι όλοι τους ή πολύ κακοί ή καλά να πάθουν που πεθαίνουν σε ορδές, αφού σημασία έχει να ζήσουν με κάθε τρόπο οι λευκοί «επισκέπτες» που θα βρεθούν κατάματα με τη θηριωδία του «τέταρτου κόσμου» - και ας είναι αυτή η ταινία ένα χολιγουντιανό προϊόν που θα ενδυναμώσει τη ξενοφοβία των θεατών και την ήδη βαθιά ριζωμένη προκατάληψη πως εκεί κάτω ζουν κάτι άγριοι που το μόνο που ξέρουν είναι να σκοτώνονται.
Ευτυχώς, οι μονοδιάστατοι κακοί έρχονται να δικαιωθούν από το γεγονός πως και οι ήρωες με τους οποίους πρέπει πάση θυσία να ταυτιστούμε είναι πιο ισχνοί και από τσιγαρόχαρτο, καθώς τρέχουν από Πρεσβεία σε τζαμί και από μπουρδέλο σε λιμάνι χαρτογραφώντας τουριστικά τη διαφυγή τους που πραγματικά δεν ενδιαφέρει κανέναν εκτός ίσως απ’ όσους θα νιώσουν μια ανατριχίλα επειδή ο σκηνοθέτης ζουμάρει σαν να είναι πολεμικός ανταποκριτής σε live μετάδοση στο CNN, αλλά ταυτόχρονα... λιώνει και στο slow motion στις σκηνές που η οικογένεια ξεφεύγει από την κάθε επιδρομή των αδιστακτων πολεμιστών.
Είναι φανερό πως ο Τζον Ερικ Ντάουντλ δεν ενδιαφέρθηκε να διαβάσει το σενάριο που υποτίθεται ότι έγραψε ο ίδιος μαζί με τον αδελφό του, αφού είδε το «No Escape» ως μια ευκαιρία να κάνει το δικό του «Impossible», αγνοώντας φυσικά πως ο Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα μπορούσε να στηρίξει – έστω και αμφιλεγόμενα – το μένος της φύσης απέναντι στους λευκούς τουρίστες και στο κάτω κάτω η ταινία του ήταν συναρπαστική από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο και με την ερμηνεία της Ναόμι Γουότς να δίνει βάθος σε οποιαδήποτε σεναριακή αφέλεια.
Εδώ, ο Οουεν Γουίλσον και η Λέικ Μπελ είναι πέρα από το miscasting, δύο ανέμπνευστοι ηθοποιοί που δεν σου προκαλούν καμία συμπάθεια και επιπρόσθετα εξοργιστικά πιόνια μιας τόσο δωρεάν προπαγάνδας που ακόμη και όταν ο «ό,τι να ναι» χαρακτήρας του Πιρς Μπρόσναν προσπαθεί να εξηγήσει τι ακριβώς συμβαίνει «λερώνοντας» και το μητρώο των Αμερικάνων, έχουμε όλοι καταλάβει πως εκείνη την ημέρα που μαζεύτηκαν κάτι Αμερικάνοι και είπαν να κάνουν αυτή την ταινία δεν βρέθηκε ούτε ένας σώφρων άνθρωπος να τους σταματήσει - για το καλό όλων…