Οταν η μαγεία η οποία «ξυπνάει» τα εκθέματα του μουσείου αρχίσει να εξασθενεί, ο Λάρι αποφασίζει να συγκεντρώσει τους αγαπημένους του φίλους, ενώνοντας αγαπημένους και νέους χαρακτήρες από όλο το φάσμα της παγκόσμιας Ιστορίας, και να τους οδηγήσει σε ένα αξέχαστο ταξίδι μέχρι τα άδυτα του Βρετανικού Μουσείου. Θα καταφέρουν άραγε οι ήρωες μας να διασώσουν τη μαγική δύναμη που τους χαρίζει ζωή ή θα πρέπει να επιστρέψουν όλοι μαζί πίσω στη μονότονη καθημερινότητα που είχαν ως εκθέματα;
Το να προσπαθήσεις να συγκρίνεις την τρίτη με τη δεύτερη ή την πρώτη «Νύχτα στο Μουσείο», με σκοπό να αποφασίσεις ποια είναι καλύτερη και σε τι βαθμό, είναι σαν να αναγκάζεις ένα παιδί να διαλέξει ντε και καλά ποια γιορτή του αρέσει περισσότερο, ενώ γνωρίζεις εκ των προτέρων την απάντηση που είναι «όλες» - άντε να προτιμάει λίγο περισσότερο τα Χριστούγεννα.
Ναι, το δεύτερο μέρος του 2009 ήταν κάπως καλύτερο από το πρώτο και το τρίτο λιγότερο καλό και από τα δύο πρώτα, αλλά και εδώ η λογική παραμένει αποκλειστικά «οικογενειακή και «θεαματική», με τον τρόπο που το παραπάνω παιδί θα ενθουσιαστεί με το ζωντάνεμα του Λάνσελοτ, έναν τεράστιο δεινόσαυρο που δεν καταλαβαίνει από εύθραυστα μουσειακά κομμάτια και έναν Νεάντερντάλ που φλερτάρει ασύστολα με μια ευφτραφή Βρετανίδα σαν αυτό να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
Το «Μια Νύχτα στο Μουσείο», ως τριλογία πια (και με το τρίτο αυτό μέρος να θεωρείται και το τελευταίο) δεν ήταν ποτέ μια ανατρεπτική κωμωδία, ούτε μια ξέφρενη περιπέτεια, ούτε καν ένα κόνσεπτ προορισμένο να μείνει κλασικό ή να προτείνει έναν νέο τρόπο να φτιάχνεις παιδικές ταινίες.
Περισσότερο μια καλοπροαίρετη, φιλήσυχη, πολύ «αμερικάνικη» και λίγο spot the star οικογενειακή κωμωδία, και εδώ το «Μια Νύχτα στο Μουσείο» ποντάρει πάνω στην αλά Ιντιάνα Τζόουνς (πρόχειρη) υποτυπώδη υπόθεσή του, τα εντυπωσιακά ειδικά του εφέ, την ανέκαθεν ευχάριστη κωμική νότα του Μπεν Στίλερ, τον Θιοντόρ Ρούζβελτ του Ρόμπιν Γουίλιαμς (σε, ναι, ακόμη μια από τις τελευταίες του ερμηνείες), τα κυνηγητά μέσα στους διαδρόμους του Βρετανικού Μουσείου, το δίδυμο των Στιβ Κούγκαν και Οούεν Γουίλσον παραλίγο θύματα του ηφαιστείου της Πομπηίας, μια αεικίνητη μαϊμού και μια – την καλύτερη σκηνή του – μέσα σε μια... λιθογραφία του Μαουρίτς Κορνέλις Εσερ.
Ολα είναι ευχάριστα, τακτοποιημένα, μάλλον γρήγορα και μέχρι και πρόχειρα φτιαγμένα, σου προκαλούν ένα χαμόγελο στα χείλη, σε κάνουν να ξεχνιέσαι χαζεύοντας την οθόνη, αλλά δεν υπάρχει και τίποτα που να σε κάνει να ενθουσιαστείς, να ανασηκωθείς από τη θέση σου, να σου κλείσει το μάτι πως αυτό που βλέπεις ναι μεν είναι το μέρος ενός franchise που μπορεί να είναι φτιαγμένο με αγάπη, αλλά δεν διαθέτει πάθος, ορμή ή πραγματική συγκίνηση. Μια επιβεβαίωση, βρε αδελφέ, πως μια τέτοια παιδική κωμωδία θα μπορούσε να αφορά εξίσου και έναν ενήλικα και πως υπό συνθήκες θα αποτελούσε ένα «μάθημα» - απάντηση στο χοντροκομμένο χιούμορ της εποχής μας.
Ναι, σίγουρα δεν βλέπεις ταινία στην τηλεοπτική απογευματινή ζώνη του Σαββατοκύριακου, αλλά δεν υπάρχει και τίποτα που να σου δίνει τη σιγουριά ότι δεν είσαι και πολύ μακριά.