Το νιόπαντρο ζευγάρι των Κάτλερ καταφθάνει στους καταρράκτες του Νιαγάρα για το μήνα του μέλιτος. Ο Ρέι Κάτλερ, γλυκός σύζυγος αλλά με συμπεριφορά νεόπλουτου, η Πόλι αθώα και άβγαλτη. Στο ξενοδοχείο συναντούν ένα άλλο - και κάπως αταίριαστο- ζευγάρι, την σέξι Ρόουζ και τον κατά πολύ μεγαλύτερό της Τζόρτζ Λούμις. Η παρεξήγηση με τα δωμάτια τελικά λύνεται και επιπλέον φέρνει πιο κοντά τα δύο ζευγάρια. Μέχρι που σε κάποια περιήγηση του ζεύγους Κάτλερ στην πόλη, η Πόλι βλέπει την Ρόουζ να φιλιέται με έναν άλλο άνδρα: κάτι δεν πάει καλά λοιπόν στο γάμο των Λούμις. Αργότερα η Πόλι μαθαίνει ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας του Τζόρτζ, ο οποίος, ωστόσο, έχει άλλα σχέδια…

Ηδη από τις πρώτες σκηνές του «Niagara», ο Χένρι Χάθαγουεϊ ξεκαθαρίζει ποιοι θα είναι οι πρωταγωνιστές της ιστορίας του: από τη μία η πανέμορφοι αλλά απειλητική καταρράκτες και από την άλλη μια πλατινέ γεμάτη καμπύλες γυναίκα, το ίδιο όμορφη αλλά ακόμη πιο απειλητική απ’ όσο θα μπορούσαν ποτέ να είναι όλα τα στοιχεία της φύσης μαζί.

Στον πρώτο πραγματικά πρωταγωνιστικό ρόλο της καριέρας της, η Μονρό, στα 26 της χρόνια, πλημμυρίζει την οθόνη με την απροκάλυπτη σεξουαλικότητα της παίζοντας ό,τι πιο κοντινο σε femme fatale υποδύθηκε ποτέ: μια γυναίκα ικανή να τρελάνει έναν άντρα (και περισσότερους), μια ηθοποιός που με την ωμή, ακατέργαστη και μοντέρνα «τεχνική» της κάνει κάθε σκηνή στην οποία παίζει να πλημμυρίζει από αισθησιασμό, αγωνία και πάθος.

Πάνω στη Μονρό, χτίζει και ο Χάθαγουεϊ το σασπένς μιας τυπικής ιστορίας μυστηρίου που με πόλους τον παθολογικά ζηλιάρη σύζυγο της (Τζόζεφ Κότεν) και το ανυποψίαστο ζευγάρι που θα βρεθεί στο δρόμο τους (ο Μαξ Σογουόλτερ και η Τζιν Πίτερς) εκτυλίσσεται με φόντο τους καταρράκτες του Νιαγάρα.

Σε ένα νουάρ που παρά το απαστράπτον τεκνικολόρ του, παραμένει πιστό στους κανόνες των «ασπρόμαυρων» σκιών και των αναπάντεχων ανατροπών της πλοκής, αγγίζοντας ελαφρά τον τρόπο με τον οποίο θα το σκηνοθετούσε ο Χίτσκοκ: σαν μια ιστορία εγκλήματος και προδοσίας με καταλύτη μια... ξανθιά και με ένα φινάλε σε ένα καμπαναριό, προπομπό της αριστουργηματικής κατάληξης του «Vertigo».

Ο Χένρι Χάθαγουεϊ, όμως, δεν υπήρξε ποτέ ένας σκηνοθέτης του διαμετρήματος του Χίτσκοκ, αν και στα σαράντα χρόνια της καριέρας του κατάφερε να σκηνοθετήσει μερικά χαρακτηριστικά γουέστερν («Rawhide»), να χαρίσει στον Τζον Γουέιν το μοναδικό Οσκαρ της καριέρας του («True Grit») και να χαρίσει στη Universal μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες της με το «Airport» του 1970.

Στο «Niagara», απομακρύνεται γρήγορα από το σασπένς και ενδιαφέρεται περισσότερο στο να τοποθετήσει τους μικρούς ανθρώπους μπροστά στο μέγεθος του καταρράκτη, κατασκευάζοντας τελικά μια δραματική περιπέτεια πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση. Γι’ αυτό και βασίζεται περισσότερο στα εξαιρετικά φωτογραφημένα του πλάνα (εντός και εκτός στούντιο, οι καταρράκτες μοιάζουν με τον πέμπτο πρωταγωνιστή της ταινίας), αλλά και στην πρωταγωνιστική του τετράδα, καθώς οι ρόλοι μεταξύ τους εναλλάσσονται σε μια διαρκή αναμέτρηση ανάμεσα στο καλό και το κακό.

Κανείς, ωστόσο, δεν ξέρει ποια θα ήταν η τύχη του «Νiagara», αν o Ντάριλ Φ. Ζανούκ δεν είχε προτείνει τη νεαρή τότε Μέριλιν Μονρό ως πρωταγωνίστρια, στο ρόλο μιας βαριεστημένης συζύγου που οργανώνει τη δολοφονία του ζηλιάρη συζύγου της. Οπως κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει πριν την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες το αντίκτυπο που θα είχε η παρουσία της στον Τύπο και τους θεατές, οι οποίοι απομόνωσαν, αποθέωσαν, αστειεύτηκαν και επιτέθηκαν στο φαινόμενο Μονρό, ακριβώς τη στιγμή που αυτό γεννιόταν για να λάμψει μετέπειτα ολόκληρη τη δεκαετία του ’50.

Αν υπάρχει, όμως, κάτι που πρέπει κανείς να αναγνωρίσει σίγουρα στον Χάθαγουεϊ, είναι πως κατάλαβε – έστω και ασυνείδητα - ακριβώς τη δύναμη της ηθοποιού που είχε στα χέρια του, κινηματογραφώντας τη Μονρό σε όλη της την λάμψη, σαν ένα καταρράκτη πιο oρμητικό από αυτόν του Νιαγάρα που στο πέρασμα του ισοπεδώνει οτιδήποτε γνώριζε το Χόλιγουντ μέχρι εκείνη τη στιγμή για τη δύναμη της (ανθρώπινης) φύσης.