Πέντε χρόνια μετά το τέλος της πρώτης ταινίας, ο Μπάμπης, ο Αγης και η Αφροδίτη εκτίουν τις ποινές τους. Ο πρώτος σε λίγο αποφυλακίζεται με αναστολή, ο δεύτερος έχει μπροστά του πολλά χρόνια, ενώ η χήρα αποφυλακίζεται κανονικά. Την ίδια στιγμή, ο παπά Λάμπρος δεν έχει ποίμνιο πια. Εκτίει μια άλλου είδους ποινή, καθώς η Ιερά Μητρόπολη του επέβαλε το επιτίμιο της «εθελοντικής προσφοράς» σε κρατουμένους. Δύο μόλις ημέρες πριν την αποφυλάκιση τους, ο Μπάμπης και Αφροδίτη γίνονται κατά λάθος μάρτυρες της εξομολόγησης ενός ετοιμοθάνατου βαρυποινίτη στον παπά Λάμπρο κι έτσι πληροφορούνται την ύπαρξη ενός μεγάλου θησαυρού στο νησί. Ο ετοιμοθάνατος δίνει στον παπά Λάμπρο τον μισό χάρτη, αλλά πριν προλάβει να αποκαλύψει το όνομα του κατόχου του υπόλοιπου χάρτη, ξεψυχά. Ο Μπάμπης εκβιάζει τον παπά Λάμπρο για να γίνει συνεταίρος του, ο Αγης μαθαίνοντας για τον θησαυρό οργανώνει την απόδραση του, σταδιακά εμπλέκονται όλοι οι παλιοί γνώριμοι κάτοικοι του νησιού κι ένα ανελέητο «κυνήγι χαμένου θησαυρού» ξεκινά! Ανάμεσά τους και το... φάντασμα της Ολυμπίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα στην ίδια χρονιά βγήκαν στις αίθουσες δύο ελληνικές ταινίες σίκουελ προηγούμενων μεγάλων επιτυχίων. Και δεν είναι τυχαίο πως και οι δύο («Λούφα και Παραλλαγή: Σειρήνες στη Στεριά» και «Νήσος 2: Το Κυνήγι του Χαμένου Θησαυρού») διαθέτουν ακριβώς τα ίδια πλεονεκτήματα και τα ίδια μειονεκτήματα.
Από τη μία χειρίζονται σωστά την έννοια του σίκουελ, πηγαίνοντας ένα βήμα πιο πέρα τους ήδη γνώριμους χαρακτήρες τους και από την άλλη χάνουν πόντους στο γεγονός πως δεν είναι τόσο ανατρεπτικές ή τόσο καίριες όσο θα επέτασσαν οι εποχές στις οποίες ζούμε.
Και δεν θα μιλούσε κανείς για «επικαιρότητα», αν τόσο η «Λόυφα» όσο και η «Νήσος» δεν υπήρξαν από την κατασκευή τους δύο ταινίες – καθρέφτες της νεοελληνικής πραγματικότητας.
Η πρώτη «Νήσος» του Χρήστου Δήμα είχε τη διαύγεια να αποκαλύψει μέσα από μια κωμωδία παλαιού τύπου τα μικρά μυστικά των κατοίκων μιας μικρής κοινωνίας μπροστά στο δέλεαρ μιας παχυλής κληρονομιάς, αντικατοπτρίζοντας τελικά όσα θα αναγκαζόταν να αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρόσωπο η ελληνική κοινωνία μπροστά στην επερχόμενη οικονομική κρίση.
Τι ακριβώς, λοιπόν, καθρεφτίζει η συνέχεια της «Νήσου», όταν αντί για κληρονομιά το μήλον της έριδος είναι ένας θησαυρός; Και πόσο ισχυρή είναι αυτή τη φορά η σάτιρα του νεοέλληνα, όταν τα γεμάτα ανομίες σοκάκια του ελληνικού νησιού και οι «μικροί εγκληματίες» κάτοικοι της, βρίσκονται καθημερινά στις ειδήσεις των 9;
Συνεχίζοντας από εκεί που σταμάτησε η «Νήσος», το σίκουελ της είναι φανερό – ήδη από τις πρώτες σκηνές – πως γνωρίζει καλά τους χαρακτήρες της πρώτης ταινίας εξελίσσοντας τους (στα πραγματικά τέρατα που είναι!) και επιλέγει εύστοχα ως μονόδρομο την κωμωδία, αφήνοντας κατά μέρος τα δραματικά στοιχεία και τις μελοδραματικές ανατροπές.
O ρυθμός που δίνει ο σκηνοθέτης του τηλεοπτικου «Παρά Πέντε» στην πρώτη του κινηματογραφική απόπειρα είναι σχεδόν καταιγιστικός, επιβεβαιώνοντας πως πριν απ' όλα μιλάμε για ένα κυνήγι χαμένου θησαυρού. Και οι καταστάσεις απλά ακολουθούν, άλλοτε «πιασάρικες», και άλλοτε διασκεδαστικές. Ολες τους ωστόσο στην υπηρεσία μιας κωμωδίας που ενώ δείχνει να ξέρει που ακριβώς ξεκινάει και που ακριβώς τελειώνει, δεν καταφέρνει να είναι όσο αστεία ή όσο «εξωφρενική» θα ήθελε, πέφτοντας σε ευκολίες και ξεπερασμένα σεναριακά τρικ.
Θα ήταν παράλογο να έχει κανείς απαιτήσεις από μια ταινία που δηλώνει «ψυχαγωγική» χωρίς να προφασίζεται κάτι περισσότερο, αλλά ακόμη και μέσα από το υπερβολικά ανάλαφρο της πέρασμα, η «Νήσος 2» παραμένει ένας καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας. Μόνο που αυτή τη φορά αυτό που αντανακλά είναι το παράδοξο πως καμία κωμωδία, καμία σάτιρα, κανένα μαύρο ή άσπρο χιούμορ δεν μπορεί να είναι πιο δυνατό από όσα συμβαίνουν στις μέρες μας εκτός μεγάλης οθόνης.