Το καλοκαίρι που τη συναντάμε, η Ιζαμπέλ χάνει την παρθενιά της. Λίγους μήνες μετά, το φθινόπωρο, είναι ήδη πόρνη. Δεν το κάνει για τα χρήματα, δεν τα έχει άλλωστε ανάγκη, αν και την ενδυναμώνει το γεγονός ότι τα κέρδισε. Η Ιζαμπέλ, συναντά άγνωστους ηλικιωμένους άντρες που γνωρίζει από το ιντερνετ, σε δωμάτια ξενοδοχείων, σαν να κάνει ένα πείραμα. Σαν μια δοκιμασία, μια διαδικασία ενηλικίωσης. Παράλληλα συνεχίζει το σχολείο, συμβουλεύει την φίλη της στα ερωτικά της προβλήματα, έχει μια φυσιολογική σχέση με την μητέρα, τον πατριό και τον μικρό της αδελφό. Μέχρι την στιγμή που οι γονείς της θα ανακαλύψουν την αλήθεια...
Ομως το φιλμ του Οζόν, αφήνει ευτυχώς στο περιθώριο το οικογενειακό δράμα, που ούτως ή άλλως μοιάζει να παραμένει σε ένα παραδειγματικά ψύχραιμο, απολύτως «γαλλικό», επίπεδο, για να επικεντρωθεί στον χαρακτήρα της Ιζαμπέλ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα μας δώσει κι απαντήσεις. Η μόνη φορά που η ηρωίδα του καλείται να «εξηγήσει» τις πράξεις της είναι στην αστυνομία, ή στο γραφείο του ψυχολόγου που θα την παρακολουθήσει όμως ακόμη κι εκεί, παραμένει ομιχλώδης, σχεδόν απούσα.
Οπως απούσα μοιάζει και όταν χάνει την παρθενιά της, ή και τις περισσότερες φορές που κάνει σεξ με τους πελάτες της. Γιατί η Ιζαμπέλ μοιάζει να ακολουθεί απλά τα βήματα μιας πορείας που είναι χαραγμένη στο μυαλό της, με τρόπο σχεδόν μηχανικό, δίχως συναίσθημα, δίχως ως ένα σημείο να τα κατανοεί και η ίδια.
Και μάλλον δίχως και ο ίδιος ο Οζόν να είναι σίγουρος για τα κίνητρά της, ή το ψυχολογικό της τοπίο. Ναι το «Jeune et Jolie» φέρνει στο μυαλό κάτι από την «Ωραία της Ημέρας», αλλά φτιαγμένο για τη γενιά του «Gossip Girl», τσαλαβουτώντας στα πολύ ρηχά της γυναικείας ψυχολογίας και σεξουαλικότητας, ψελλίζοντας κατά στιγμές αμήχανα, προφανή σχόλια και για τα δυο.
Στην πραγματικότητα πίσω από το προκλητικό του προσωπείο, το φιλμ δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα φιλμ ενηλικίωσης που κατορθώνει να βρίσκει χώρο τόσο για το χιούμορ όσο και για την αγωνία μιας αβέβαιης ηλικίας. Κάτι που δεν κάνει καμιά προσπάθεια να κρύψει, χρησιμοποιώντας τραγούδια της Φρανσουάζ Αρντί που μιλούν ακριβώς γι αυτό σαν «σημεία στίξης» στην διάρκεια της ταινίας του, ή βάζοντας τους συμμαθητές της Ιζαμπέλ και την ίδια να απαγγέλλουν ολόκληρο το ποίημα του Αρτίρ Ρεμπό «Roman», που ξεκινά με την φράση «δεν είμαστε σοβαροί όταν είμαστε δεκαεπτά».
Ως τέτοιο το «Jeune et Jolie» είναι σίγουρα ικανοποιητικό, ένα ενδιαφέρον, αινιγματικό πορτρέτο ενός κοριτσιού σε μια ηλικία που μοιάζει ούτως ή άλλως ανεξερεύνητη και μυστηριώδης, με μια πρωταγωνίστρια που δεν σου επιτρέπει να πάρεις τα μάτια σου από το φιλμ και με ένα σενάριο που περιέχει μια ικανή ποσότητα χιούμορ και λεπτής σάτιρας για να το κάνει ενδιαφέρον.
Εχει όμως μια αληθινά υπέροχη πρωταγωνίστρια, ένα κορίτσι που κατορθώνει με την παρουσία της να γεμίζει τα κενά και να σε μαγνητίζει στην οθόνη, κάνοντάς σε να ξεχνάς οτιδήποτε άλλο. Η παρουσία της είναι μαγνητική και μπορείς σχεδόν να γευτείς τον τρόπο που μια άγνωστη νεαρή ηθοποιός, μεταμορφώνεται σε σταρ του σινεμά σε μια ταινία, ακριβώς εκεί, μπροστά στα μάτια σου.
H πρώτη φορά που ο Φρανσουά Οζόν είδε την Μαρίν Βακτ, ήταν στο εξώφυλλο κάποιου περιοδικού. Και δεν είναι δύσκολο να αντιληφθείς τι τον έκανε να θέλει να την κάνει πρωταγωνίστρια του. «Γοητεύτηκα από την ομορφιά της, αλλά κι από το μυστήριο της» λέει. «Γιατί η ομορφιά δεν αρκεί. Εχει κάτι πολύ έντονο. Εχει μια παρουσία».
Βλέποντας το φιλμ θα καταλάβετε ακριβώς τι εννοεί. Από το πρώτο κι όλας πλάνο, όταν την παρακολουθούμε ηδονοβλεπτικά στην παραλία μέσα από ένα ζευγάρι κιάλια είναι σαφές ότι η ταινία της ανήκει. Και μπορεί να μην αρκεί για να καλύψει όλα τα επιμέρους κενά ενός φιλμ που δεν μοιάζει να έχει σκεφτεί σε βάθος όλα τα ερωτήματα που γεννά στην διάρκειά του, αλλά σίγουρα δεν σου αφήνει περιθώρια να πάρεις τα μάτια σου από την οθόνη κι ακόμη κι αν χρειάζεται αρκετή δουλειά για να γίνει αληθινά σπουδαία ηθοποιός, η «παρουσία» και το «μυστήριο» για τα οποία μιλάει ο Οζόν είναι εκεί. Με έναν τρόπο που από μόνος του, δίνει κάποιες από τις απαντήσεις.