Με οδηγούς δύο γυναίκες, την φωτογράφο (και κόρη του) Βάνια Τλούπα που μάς βάζει στον σκοτεινό θάλαμο της ζωής του διάσημου φωτογράφου και την ντοκιμαντερίστα Καλλιόπη Λεγάκη, που ψηφιοποίησε το αρχείο του και το δόμησε σε μία πολύτιμη ιστορία, το έργο του Τάκη Τλούπα ζωντανεύει σε κάτι περισσότερο από μία ταινία για τη δική του καλλιτεχνική πορεία. Γίνεται μία εντυπωσιακή περιήγηση σε όσα χάθηκαν στην ελληνική επαρχία με το πέρασμα των χρόνων. Μία ανεκτίμητη καταγραφή της ανθρωπογεωγραφίας της Θεσσαλίας του περασμένου αιώνα. Πάνω από όλα όμως απαντάει σε ένα συγκινητικό ερώτημα για την σημασία της τέχνης της φωτογραφίας. «Μάθε να κοιτάς. Μάθε να κοιτάς αυτό που φαίνεται κι αυτό που κρύβεται από πίσω. Και μετά, νιώσε. Χωρίς συναίσθημα, η φωτογραφία είναι άχρηστη».

Η καριέρα του Τάκη Τλούπα χρονικά συμπίπτει με το έργο των φημισμένων φωτογράφων Κώστα Μπαλάφα και Σπύρου Μελετζή, με τους οποίους πάντα διατηρούσε και στενούς δεσμούς φιλίας. Ο ίδιος όμως έχει παραμείνει σχετικά άγνωστος για χρόνια. Αυτό είχε να κάνει και με τον ταπεινό του χαρακτήρα, αλλά και με την πεισμωμένη κι αμετακίνητή του απόφαση να φύγει από την γενέτειρά του την Λάρισα και να επιδιώξει να απογειώσει τη φήμη του στην πρωτεύουσα.

Στο ντοκιμαντέρ της Καλλιόπης Λεγάκη, η ξενάγησή μας στις φωτογραφίες του είναι βαθιά συγκινητική. Ενας αυτοδίδακτος φωτογράφος (που έδρασε από τις δεκαετίες του 1950 μέχρι τα τέλη του 1980), χωρίς μέσα και εργαλεία (για φίλτρα κάποτε χρησιμοποίησε τα σπασμένα βιτρό μιας τοπικής εκκλησίας) απαθανάτισε κάτι παραπάνω από το παρουσιαστικό των γειτόνων του, ή την επική θεσσαλική φύση. Κάθε κλικ του μοιάζει με τσίμπημα στην καρδιά. Αισθάνεσαι πρώτα και μετά κοιτάς. Οι αγρότισσες του προηγούμενου αιώνα στα λιβάδια με τα στάχυα, το σκαμμένο πρόσωπο του βοσκού, η απεραντοσύνη της λίμνης που ο άνθρωπος αποξήρανε, το φως στο βλέμμα παιδιών και γέρων όταν παίζουν με το φακό του - όλα κρύβουν μία αυθεντική και χαμένη αθωότητα. Τίποτα το επιτηδευμένο, τίποτα το στημένο, τίποτα το ψεύτικο.

Η μικρή του κόρη Βάνια, που ενηλικιώθηκε μεταξύ σπιτιού, φωτογραφείου και εργαστηρίου, μάς βοηθά να κατανοήσουμε τον άνθρωπο πίσω από τον φωτογράφο (την αστείρευτή του όρεξη για ζωή, περιήγηση, παρατήρηση, την ανοιχτότητα του χαρακτήρα και το ελεύθερο πνέυμα του) ακολούθησε τα χνάρια του. Μάς αφηγείται την ιστορία του, αλλά, περισσότερο κι από αυτό, μάς δίνει τα πατήματα για να καταλάβουμε τη σημασία της καλλιτεχνικής του πορείας. Σαν ιστορική καταγραφή μίας Ελλάδας που χάθηκε. «Θέλω να διαφυλάξω όσα εξαφανίζονται» της είχε πει ο πατέρας της.

Παράλληλα, μέσα από την ανάγνωση των ημερολογίων του, ακούμε και τις σκέψεις του ίδιου του Τλούπα. Τον τρόπο που αντιλαμβανόταν την εικόνα, τη ζωή, τον κόσμο - πάντα ανήσυχα, πάντα ταπεινά, αλλά με άποψη γοητευτική και καθηλωτική. Ακούμε «τη φωνή του» (όχι στα αλήθεια: τα κείμενα διαβάζει ο Πάνος Σκουρολιάκος) μάς δείχνει κι ο ίδιος που να κοιτάξουμε - πίσω από τα τοπία, πέρα από τις επιδερμίδες, στο βάθος πεδίου της τέχνης του.

Παρακολουθώντας το ντοκιμαντέρ, συνειδητοποιούμε ότι γευόμαστε μόνο το 1/3 του πραγματικού έργου του Τλούμπα. Η κόρη του έχει καταφέρει να αρχειοθετήσει 30.000 αρνητικά, ενώ στα χέρια της έχει πάνω από 100.000. Κι αυτό μάς κάνει να αδημονούμε για τα υπόλοιπο. Οχι μόνο γιατί αποτελεί ένα ντοκουμέντο μίας ολόκληρης εποχής. Αλλά γιατί καταλάβαμε, ή μάλλον νιώσαμε, ότι θα ανακαλύψουμε αυτό το σημαντικό υλικό μέσα από το βλέμμα του, μέσα από το διακριτικό του σχόλιο.