Ενας αμφιβόλου ηθικής και σκοτεινού παρελθόντος επιχειρηματίας δολοφονείται σε ένα βαγόνι του πολυτελούς Οριάν Εξπρές. Με το τρένο ακινητοποιημένο στις Αλπεις εξαιτίας μιας χιονοστιβάδας, ο κλήρος πέφτει στον διάσημο ντετέκτιβ Ηρακλή Πουαρό να διακόψει τις διακοπές του προκειμένου να ανακαλύψει τον ένοχο ανάμεσα στους 13 επιβάτες.
Εξαρχής, το στοίχημα του Κένεθ Μπράνα να αναβιώσει κινηματογραφικά το «Εγκλημα στο Οριάν Εξπρες» της Αγκάθα Κρίστι δεν ήταν ακριβώς αξιοζήλευτο. Δεν ήταν μόνο ότι είχε να ανταγωνιστεί τη λουσάτη παραγωγή και το all-star καστ της διασκευής του Σίντνεϊ Λουμέτ από το 1974. Αλλά είχε να ξεπεράσει και το σκόπελο ενός περίτεχνου μυστηρίου του οποίου η λύση είναι πια λίγο-πολύ γνωστή σε μεγάλη μερίδα του υποψήφιου κοινού του.
Ο Μπράνα μοιάζει να βρήκε το αντίδοτο στα παραπάνω προβλήματα, έστω κι αν αυτό αποδείχθηκε δίκοπο μαχαίρι, φέρνοντας σε πρώτο πλάνο μια ανανεωμένη και εμπλουτισμένη εκδοχή του θρυλικού Ηρακλή Πουαρό, ερμηνευμένη από τον ίδιο με μια δόση ειρωνείας και περίσσιο αυτοσαρκασμό, και μια στυλιζαρισμένη εικονογραφία ενισχυμένη από ψηφιακά εφέ, γυρίσματα σε φιλμ 65 χιλιοστών και εντυπωσιακά πλάνα των απόκρημνων χιονισμένων τοπίων που διασχίζει η μοιραία αμαξοστοιχία.
Ως μυστακιοφόρος Βέλγος ντετέκτιβ –μάλλον ο καλύτερος του κόσμου, όπως διατείνεται σε κάποια στιγμή– ο Μπράνα επιστρατεύει για τον εαυτό του μια ολόκληρη εισαγωγική σκηνή και μια ρομαντική ιστορία από το παρελθόν, απούσες και οι δύο από το πρωτότυπο, και ουκ ολίγες αναφορές στις μικρές του εκκεντρικότητες και σε ένα πολύτιμο χάρισμα που συχνά μπορεί να γίνει κατάρα, μετατρέποντας τον χαρακτήρα του σε βασικό πρωταγωνιστή του δράματος.
Ολες αυτές οι προσθήκες (για να μην μιλήσουμε για το μουστάκι του Μπράνα!) δεν θα ήταν τόσο μεγάλο πρόβλημα (μολονότι, ομολογουμένως, προδίδουν έναν κάποιο ναρκισσισμό) αν μοιραία δεν έβαζαν σε δεύτερη μοίρα το πολυπόθητο σασπένς, κι αν δεν έσπρωχναν στο περιθώριο τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές. Σε ένα καστ αστέρων που δεν έχει πολλά να ζηλέψει (τηρουμένων των αναλογιών) από τον προκάτοχό του, μονάχα η Ντέιζι Ρίντλεϊ και η Μισέλ Φάιφερ καταφέρνουν κάπως να ξεχωρίσουν, ενώ ηθοποιοί του βεληνεκούς της Πενέλοπε Κρουζ, της Τζούντι Ντεντς και του Γουίλεμ Νταφό μοιάζει απλώς διακοσμητικοί, σαν να βρίσκονται εδώ μονάχα για να δανείσουν το όνομά τους στην αφίσα της ταινίας.
Ομοίως, η εντυπωσιακή φωτογραφία και τα σκηνικά, όπως και η προσπάθεια δημιουργίας δράσης έξω από τον κλειστοφοβικό χώρο όπου εκτυλίσσεται το πρωτότυπο έργο, μάλλον αφαιρούν παρά προσθέτουν ένταση στη συνολική ατμόσφαιρα. Εκεί που ο Μπράνα κερδίζει πόντους –ενδεχομένως άθελά του– είναι στο ότι το σχεδόν ψεύτικο, ιλουστρασιόν σκηνικό του μοιάζει να αναδεικνύει ιδανικά μια πλοκή βασισμένη στα ψέματα και στην εξαπάτηση, όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται κι όπου ακόμα και τα πληθωρικά στοιχεία υπάρχουν μονάχα για να παραπλανήσουν από την τραγική αλήθεια.