Ο Μάθιου Μόργκαν, πρώην καθηγητής Φιλοσοφίας, χάνει τη γυναίκα του και μαζί και την όρεξή του για ζωή. Είχαν πει ότι θα γεράσουν μαζί, στην αγαπημένη πόλη της το Παρίσι, κι εν μέρει το κατάφεραν. Μόνο που εκείνη έφυγε πρώτη κι εδώ και 3 χρόνια εκείνος νιώθει ότι έχει μείνει κι αυτός άδειος, νεκρός. «Χωρίς τίποτα» να τον κρατά στη ζωή. Μέχρι που γνωρίζει την Πολίν στο λεωφορείο - μία 30χρονη Γαλλίδα, καθηγήτρια του τσα-τσα. Ενα τρυφερό, στοργικό κορίτσι που κι εκείνο με τη σειρά του κάτι αναγνωρίζει σ' αυτόν. Κάτι που της θυμίζει «οικογένεια». Η σχέση τους δεν είναι ερωτική, αλλά για τον κύριο Μόργκαν είναι λόγος να σηκώνεται το πρωί από το κρεβάτι του. Μέχρι που τα πράγματα περιπλέκονται, τα δύο ενήλικα παιδιά του τον επισκέπτονται εσπευσμένα από την Αμερική και θα βρεθεί αντιμέτωπος με σχέσεις που δεν έχει επουλώσει με την πραγματική του οικογένεια. Μπορεί κανείς, σε όποια ηλικία κι αν βρίσκεται, να συμβιβαστεί με τα λάθη του παρελθόντος και να βρει ελπίδα για το μέλλον;
Η Σάντρα Νέτλεμπεκ, που μία δεκαετία πριν μας είχε συστηθεί με το πρωτότυπο «Μοstly Martha» (το οποίο λίγα χρόνια μετά είχε αποκτήσει το ατυχές αμερικανικό ριμέικ του, «No Reservations», με την Κάθριν Ζίτα Τζόουνς και Ααρον Εκχαρτ), επιστρέφει με μία ακόμα παράδοξη ιστορία μοναξιάς, απώλειας κι απρόσμενης αγάπης. Αγάπης, όχι έρωτα. Πατώντας στο βιβλίο της Φρανσουάζ Ντορνέ «La Douceur Assassine», η Νέτλεμπεκ θέλει να εξετάσει αν ο άνθρωπος παραδίδεται ποτέ αμαχητί στον ανεπίστρεπτο χρόνο που περνά, αρπάζει από δίπλα του τους αγαπημένους του, τον αφήνει μόνο, μελαγχολικό και ηττημένο. Ή μήπως υπάρχει πάντα μία δεύτερη ευκαιρία να πατήσεις στα πόδια σου - κι αν ακόμα η ζωή σε έχει αναγκάσει να κάνεις ένα βήμα πίσω, πριν επιχειρήσεις το επόμενο μπροστά, αυτό πρέπει να το δεις, όχι ως οπισθοδρόμηση, αλλά σαν... ρυθμικό τσα-τσα;
Με τον υπέροχο Μάικλ Κέιν στον πρωταγωνιστικό ρόλο να δανείζει το εκφραστικό του πρόσωπο και το βαθύ, θλιμμένο του βλέμμα, η Νέτλεμπεκ είχε την μισή ταινία έτοιμη. Ο Κέιν με αυτόφωτη αξιοπρέπεια και γλυκιά θλίψη, γλιστρά αβίαστα κάτω από το ρυτιδιασμένο δέρμα του χαρακτήρα - τον μοναχικό άνθρωπο που έρχεται αντιμέτωπος με το τέλος της αγάπης, στο τέλος της ζωής του. Ομως, δυστυχώς, δεν είναι αρκετός.
Με ένα τέτοιο ασυνάρτητο, κατακερματισμένο, γεμάτο συναισθηματικές ευκολίες σενάριο δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, όσο σπουδαίος ηθοποιός κι αν είσαι. Ενα σενάριο που ξεκινά με την υπόσχεση ότι θα κοιτάξει με ανθρωπιά την κατάθλιψη, την μοναξιά, την πολυπλοκότητα των σχέσεων (οικογενειακών και διαπροσωπικών), αλλά εύκολα καταλήγει σε καρτποσταλικές βόλτες στο Παρίσι και φιλοσοφίες που βρίσκει κανείς σε κινέζικα μπισκότα. Είναι άξιο απόριας: πώς κάτι ενισχυμένο με έξτρα δόσεις μελό υπερβολής, είναι ταυτόχρονα τόσο άψυχο και βαρετό;
Κι υπάρχει και κάτι ακόμα. Γέροντας χάνει την σύντροφό του σε ένα αστικό διαμέρισμα στο Παρίσι; Είναι πολύ πρόσφατη η σύγκριση/σύγκρουση με την πραγματική «Αγάπη». Ομως δεν μπορείς να αποφύγεις τα κινηματογραφικά φαντάσματα- όσο άδικο κι αν είναι να συγκρίνεις αριστουργήματα με μία ταινία που ταιριάζει σε κάποιο βαριεστημένο Κυριακάτικο τηλεοπτικό σου απόγευμα.