Ο Τζούλιαν, μια αξιοσέβαστη προσωπικότητα στον εγκληματικό υπόκοσμο της Μπανγκόκ, διατηρεί ένα ταϊλανδέζικο κλαμπ πυγμαχίας και το δαχτυλίδι του λαθρεμπορίου με τον αδελφό του Μπίλι. Ο Μπίλι δολοφονείται ξαφνικά και η βαρώνη του εγκλήματος και της μητριαρχίας Κρίσταλ έρχεται από το Λονδίνο για να φέρει πίσω το πτώμα. Οταν η Τζένα πείθει τον Τζούλιαν να τακτοποιήσει τον λογαριασμό με τους δολοφόνους του αδελφού του, Ο Τζούλιαν περνάει στην τελική αναμέτρηση.Ακραία στιλιζαρισμένο, υπερβολικά βίαιο, στην ουσία κενό, το νέο φιλμ του Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν λειτουργεί μόνο σαν μια συρραφή από υπέροχες σκηνές, ή σαν μια εν γνώσει του παρωδία του είδους του revenge thriller.
Πόσα σιωπηλά βλέμματα, πόσα αργά παναρίσματα και travelling, πόσους κόκκινα φωτισμένους διαδρόμους, πόση υποβλητική μουσική μπορεί να χωρέσει μια ταινία πριν γλιστρήσει στο πεδίο του αστείου; Ο Νίκολας Βίντινγκ Ρεφν μοιάζει να δοκιμάζει τα όρια αυτής της λεπτής γραμμής στο «Only God Forgives», ένα φιλμ που είναι τόσο ακραίο στην προσπάθειά του να είναι «arty», που δεν σου αφήνει κανένα περιθώριο να το πάρεις στ΄αλήθεια στα σοβαρά.
Εχει να κάνει με το ότι το σενάριο χωράει σε δυο τρεις φράσεις.
Εχει να κάνει με το ότι οι χαρακτήρες δεν αποκλίνουν ούτε γραμμή από το πιο τυπικό σχήμα που θα είχαν σε μια ταινία σαν αυτή, αλλά και που δεν δείχνουν να έχουν ούτε μια ακόμη στρώση βάθους, ή πιο ουσιαστικών κινήτρων, πέρα από το να δώσουν στον Ρεφν την ευκαιρία να στήσει μερικές εξαιρετικά όμορφες ή εξαιρετικά βίαιες σκηνές.
Στην ταινία του, τις περισσότερες φορές το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Εδώ η βία είναι ακόμη πιο φετιχιστική απ ότι στο «Drive», ακόμη πιο ακραία και γι αυτό συχνά σχεδόν στα όρια του επώδυνα αστείου. Και η εικονογραφία της ταινίας είναι τόσο μελετημένη που μοιάζει επίσης απόλυτα τεχνητή: όλη η πόλη θυμίζει ένα σκηνικό, κάθε εσωτερικός χώρος είναι φωτογραφημένος σαν την σκηνή ενός θεάτρου, όλοι οι χαρακτήρες θυμίζουν ακίνητες φιγούρες σε υπέροχα ταμπλώ που δημιουργεί ο Ρεφν σε κάθε σκηνή. To «In the Mood for Love» του Γουόνγκ Καρ Βάι, έρχεται στο μυαλό με λίγο διαφορετικό τίτλο: «In the Mood for Blood»
Το «Only God Forgives» μοιάζει περισσότερο με ένα art installation αντί για μια ταινία, μόνο που δεν μπαίνει καν στον κόπο, να προσπαθήσει να υπαινιχθεί κάτι βαθύτερο από την ποπ κενότητά του, που το χαρακτηρίζει ολοκληρωτικά. Ο τίτλος του είναι ίσως το βαθύτερο σχόλιο που ανακαλύπτει κανείς στην διάρκεια της μιάμιση ώρας που διαρκεί το φιλμ, αφού οι ιδέες για την εκδίκηση, την οικογένεια, την βία, την φιγούρα της μητέρας είναι απλά σκιές που δεν αναπτύσσονται σε τίποτα ουσιαστικό, ακόμη κι όταν σε μια σκηνή η ιδέα της «επιστροφής στη μήτρα» αποκτά σχεδόν κυριολεκτική υπόσταση.
Με τον ίδιο τρόπο και η Μπανγκόνγκ δεν είναι παρά μόνο μια ευκαιρία για τον Ρεφν να δημιουργήσει εικόνες εξωτικής ομορφιάς, ειρωνικά καραόκε μουσικά διαλείμματα, παράδοξα instagram από έναν αλλόκοτο κόσμο που θυμίζει το σινεμά του Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι (στον οποίο είναι άλλωστε αφιερωμένο το φιλμ) και του Ντέιβιντ Λιντς, αλλά δίχως καθόλου από το βάθος ή την πολυπλοκότητα των ταινιών εκείνων των δημιουργών. Ναι, το φιλμ θα μπορούσε να περιγραφεί σαν μια κατάδυση στην κόλαση, αλλά ίσως πότε στο σινεμά η κόλαση δεν υπήρξε τόσο όμορφα φωτογραφημένη, σχεδόν ελκυστική. Κάτι που όπως και να το δεις, αφαιρεί κάτι από την απειλή και το σκοτάδι της.
Ομως όλα τα παραπάνω, όσα θα έμοιαζαν σαν μειονεκτήματα σε μια ταινία που θα προσπαθούσε στα σοβαρά να είναι ένα βαθύ σχόλιο πάνω στις θεματικές που αγγίζει το «Only God Forgives», στο φιλμ του Ρεφν δεν δείχνουν ως τέτοια, αφού σε όλη την διάρκεια του, δεν μπορείς να αγνοήσεις την έντονη αίσθηση ότι αυτό που βλέπεις δεν είναι παρά μια ηθελημένα διεστραμμένη παρωδία μιας συμβατικής ταινίας εκδίκησης και βίας, ένα meta σχόλιο πάνω στα παραπάνω και πάνω στο ίδιο το σινεμά του Ρεφν.
Αν αυτή ήταν η πρόθεση του Ρεφν, δεν μπορείς παρά να χειροκροτήσεις την ευφυΐα, την τόλμη και την αποφασιστικότητά του, αν από την άλλη, φιλοδοξούσε να κάνει μια αυθεντική, arthouse ταινία δράσης, τότε δυστυχώς η ταινία του βυθίζεται σε ένα πανέμορφο και εντυπωσιακό, μα αληθινά αβυσσαλέο κενό.