Παρίσι, δεκαετία του 1930. Δύο νέες γυναίκες, η Μαντλέν και η Πολίν, η μία ηθοποιός η άλλη δικηγόρος, και οι δύο χωρίς δουλειά ή χρήματα, συγκατοικούν και προσπαθούν μάταια να βρουν λύσεις στα προβλήματά τους. Η δολοφονία ενός θεατρικού μεγαλοπαραγωγού συνταράσσει τις ζωές τους καθώς βρίσκει τη μία κατηγορούμενη και την άλλη να την υπερασπίζεται σε μία υπόθεση που συγκλονίζει την κοινωνία. Καριέρες χτίζονται και γκρεμίζονται, περιουσίες πάνε κι έρχονται, κοινωνικοί και κρατικοί θεσμοί τα έχουν χαμένα. Σιγά σιγά ξετυλίγεται ένα κουβάρι ιδιαίτερων καταστάσεων που μέσα από ευτράπελα γεγονότα, δύσκολες αποφάσεις και ανατροπές οδηγούν στην άκρη του νήματος.

Ο Φρανσουά Οζόν είναι ένας εργασιομανής σκηνοθέτης που από το γύρισμα της χιλιετίας γράφει το σενάριο και σκηνοθετεί περίπου μία ταινία το χρόνο, κινούμενος μεταξύ διαφορετικών κινηματογραφικών ειδών, με μια καριέρα μοιρασμένη ανάμεσα στις καλές και τις όχι τόσο καλές στιγμές της. Αγαπά τη θεατρικότητα στις ταινίες του, μα πάνω απ’ όλα, αγαπάει τις γυναίκες και όπως έχει δηλώσει στο παρελθόν, προτιμά να συνεργάζεται με γυναίκες και ειδικότερα με γυναίκες ηθοποιούς, καθώς απολαμβάνει περισσότερο τη συνεργασία. Τις βρίσκει πιο έξυπνες από τους άνδρες συναδέλφους τους με το τεράστιο «εγώ», πιστεύει ότι ρισκάρουν περισσότερο στη δουλειά τους και παρατηρεί ότι μεταξύ τους υπάρχει μια χημεία που δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί.

Με το «Εγκλημά μου» κλείνει την τριλογία που τους αφιερώνει και ξεκίνησε με το «8 Γυναίκες» του 2002 (εκεί με κύριο άξονά του την αποκήρυξη της πατριαρχίας) και συνεχίστηκε με το «Potiche» του 2010 (εκεί με επίκεντρο την έλευση της μητριαρχίας). Η τρίτη και τελευταία ταινία της τριλογίας, φωνάζει δυνατά από την αρχή μέχρι το τέλος της για τον θρίαμβο της αδελφοσύνης και της αλληλεγγύης μεταξύ των γυναικών και την αποκήρυξη της πατριαρχίας μέσα σ’ ένα ιδιαίτερα καταπιεστικό περιβάλλον όπως η δεκαετία του 1930.

Το κοινό θα μπορούσε να την προσλάβει και ως ένα φεμινιστικό μανιφέστο στη μορφή μιας κωμωδίας. Στον Οζόν πάντα άρεσε να μιλάει για τις γυναίκες, με χιούμορ και το «Εγκλημά μου» είναι μια κωμωδία που διαδραματίζεται στη δεκαετία του 1930 με το βλέμμα σαφώς στραμμένο στις χρυσές screwball κωμωδίες της ίδιας εποχής στο Χόλιγουντ, με τους ζωηρούς διαλόγους και τις άμεσες ή έμμεσες αλλά ξεκάθαρες αναφορές σε δημιουργούς όπως ο Ερνστ Λούμπιτς ή ο Μπίλι Γουάιλντερ με το «Mauvaise Graine», τη μοναδική γαλλική του ταινία και το σκηνοθετικό του ντεμπούτο (την οποία γύρισε στο σύντομο διάστημα που είχε καταφύγει στο Παρίσι από τη ναζιστική Γερμανία και πριν αναχωρήσει για τις ΗΠΑ, όπου και ήδη βρισκόταν όταν η ταινία βγήκε στις γαλλικές αίθουσες).

Πίσω από το ρετρό περιτύλιγμα της, όμως, το «Εγκλημά μου» είναι μια ταινία για το σήμερα, το celebrity culture, τα fake news, τον αγώνα απέναντι στην πατριαρχία και τη γυναικεία αλληλεγγύη. Μια βεντάλια θεμάτων ανοίγει και κλείνει με τον τόνο που υπαγορεύει ο Οζόν να είναι αυτός της ελαφρότητας. Με παιχνιδιάρικη διάθεση αλλά και έναν υφέρποντα σαρκασμό που μοιάζει να κρίνει και να αμφισβητεί ασταμάτητα τις κοινωνικές συμβάσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, η ταινία ακροβατεί ανάμεσα σε αρκετά κινηματογραφικά είδη: screwball comedy, κινηματογραφικό boulevard theatre, αστυνομική/ murder mystery και δικαστικό δράμα.

Ο σκηνοθέτης κι ολόκληρη η ταινία στήριξαν πολλά στη φρεσκάδα και την κινηματογραφική χημεία ανάμεσα στις δύο νεαρές πρωταγωνίστριες, τη γαλλοφινλανδoπολωνή Ναντιά Τερεσκεβίτς και τη Γαλλίδα Ρεμπεκά Μαρντέρ. Η πρώτη κέρδισε το βραβείο Σεζάρ για την καλύτερη νέα ηθοποιό το 2023 για τον ρόλο της Στέλα στην ταινία «Les Amandiers» της Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι και η δεύτερη ήταν υποψήφια για το ίδιο βραβείο για τον ρόλο της γαλλοεβραίας Ιρέν στην ταινία «Une Jeune Fille qui va Bien» της Σαντρίν Κιμπερλέν. Δεν μπορεί κανείς όμως να μην σταθεί στη μεγαλύτερη Γαλλίδα ηθοποιό της γενιάς της, την σπουδαία Ιζαμπέλ Ιπέρ που εδώ επιβάλλει τον δικό της ρυθμό στην ταινία από το πρώτο δευτερόλεπτο που εμφανίζεται στην οθόνη. Η επιλογή του σκηνοθέτη να δώσει το ρόλο της κακής ηθοποιού (βασισμένου στη μεγάλη Σάρα Μπερνάρ που διέπρεψε στο γαλλικό θέατρο στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα) στην καλύτερη «που έχουμε», όπως λέει και ο ίδιος, είναι ξεκάθαρα ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού με διάχυτη ειρωνεία.

Ειδική μνεία χρειάζονται βέβαια και οι άντρες ηθοποιοί της ταινίας και κυρίως οι μεγάλοι αστέρες του γαλλικού σινεμά που βρίσκονται στον στενό κινηματογραφικό κύκλο του Οζόν όπως οι: Φαμπρίς Λουκινί (δικαστής Γκουστάβ Ραμπουσέ) η φυσιογνωμία του οποίου παραπέμπει οπτικά σε μια πολύ οικεία για εμάς εικόνα, τον τηλεοπτικό αστυνόμο Μπέκα (Σταύρος Ξενίδης), Ντανί Μπουν (Παλμαρέντ) και Αντρέ Ντισολιέ (Μπονάρ). Ολοι τους διασκεδάζουν στα αρχετυπικά τους «κοστούμια», αν και οι ερμηνείες τους δίνουν την εντύπωση ότι είναι πιο πομπώδεις, πιο θεατρικές απ’ όσο θα έπρεπε και γενικά οι χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται πλήρως, είναι μονοδιάστατοι με συνέπεια το κοινό να μην μπορεί να ταυτιστεί μαζί τους. Αξίζει να αναφερθεί η οτιδήποτε άλλο εκτός από τυχαία ομοιότητα του Ζαν Κριστόφ Μπουβέ, του πρόωρα δολοφονημένου θεατρικού παραγωγού Μονφεράν στην ταινία, με τον Χάρβεϊ Γουαϊνστίν και τις πρακτικές που τον έφεραν δικαίως στη φυλακή.

Δεν χρειάζεται κανείς να προσπαθήσει πολύ για να καταλάβει ότι αυτή η ταινία, όσο κι αν εξυμνεί και αφιερώνει στο ίδιο το σινεμά, πηγάζει από το θέατρο: το σενάριο που συνέγραψαν ο Φρανσουά Οζόν και ο Φιλίπ Πιατσό βασίζεται σ’ ένα θεατρικό έργο, των Ζορζ Μπερ και Λουί Βερνέιγ. Τα πάντα σε αυτό αποπνέουν θεατρικότητα: από την αντίληψη του χώρου μέχρι τον τρόπο κινηματογράφησης των σκηνών, κυρίως σε κλειστούς χώρους με πολύ σημαντικό ρόλο να αποδίδεται στην σκηνογραφία. Η αναπαράσταση της δεκαετίας του 1930 είναι ιδανική, όσον αφορά τα σκηνικά, τα κοστούμια και την ατμόσφαιρα. Βλέπουμε το Παρίσι του τότε, τη θέση των αντρών και των γυναικών στην κοινωνία της εποχής, ένα κόσμο που αλλάζει και συνεχώς «προοδεύει», τη σημασία του καπιταλισμού, τη βιομηχανία και τους διαφορετικούς τύπους εξουσιών που μπλέκονται (αστυνομία, δημοσιογραφία, δικαιοσύνη) και μπλέκουν την κατάσταση. Συμπαθητικά σκηνοθετικά τεχνάσματα είναι και όλες οι ασπρόμαυρες σκηνές της δολοφονίας- χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες προς αποφυγή σπόιλερ, ενώ προσεκτικά σκηνοθετημένη ήταν ακόμη και η πρεμιέρα της ταινίας στις γαλλικές αίθουσες που δεν μπορούσε να βγει άλλη ημερομηνία παρά στις 8 Μαρτίου, Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας. Η υποδοχή από το γαλλικό κοινό ήταν πανηγυρική καθώς έκοψε περισσότερα από ένα εκατομμύριο εισιτήρια στις πρώτες δύο εβδομάδες προβολής της. Το γαλλικό κοινό έδειξε ότι διψάει κι αυτό για νοσταλγία, παγκόσμια τάση στην τέχνη του θεάματος τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια.

Στάθης Γεωργιάδης