Οταν κυκλοφόρησε το «Searching» του Ανίς Τσαγκαντί πριν πέντε περίπου χρόνια στις αίθουσες, παρουσίασε με έναν φρέσκο και πιο μοντέρνο τρόπο ένα αγωνιώδες θρίλερ με μοναδικό σκηνικό την οθόνη ενός υπολογιστή. Μια προσέγγιση η οποία, αν και φαινομενικά δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «κινηματογραφική», κατάφερνε σίγουρα κρατήσει ψηλά τα επίπεδα της αγωνίας αλλά, κυρίως, το ενδιαφέρον μέχρι και το τελευταίο λεπτό.
Το συγκεκριμένο είδος κινηματογράφισης, όμως, δεν βρήκε την απήχηση που ίσως περίμεναν κάποιοι, εκτός από μερικές ελάχιστες τηλεοπτικές παραγωγές που το υιοθέτησαν σε κάποια επεισόδιά τους. Η νέα ταινία «Missing», ένα άτυπο σίκουελ της πρώτης ταινίας, έρχεται για να του δώσει μια ακόμα (κινηματογραφική) ευκαιρία. Μόνο που αυτή την φορά μπορεί η διασκέδαση και η αγωνία να παραμένουν στα ίδια επίπεδα με την πρώτη, αλλά ο πυρήνας παραμένει ο ίδιος χωρίς να έχει να προσφέρει τίποτα καινούργιο δημιουργικά, εκτός από μια δυο στιγμές που αντί να το εξελίξουν, προδίδουν το σκοπό του συγκεκριμένου είδους.
Oταν η μητέρα της Τζουν εξαφανίζεται ενώ κάνει διακοπές με το νέο της αγόρι, η Τζουν την αναζητά παντού. Εγκλωβισμένη μίλια μακριά στο Λος Aντζελες και με τις προσπάθειές της να παρεμποδίζονται από τη διεθνή γραφειοκρατία, χρησιμοποιεί όλη την τελευταία τεχνολογία που έχει στα χέρια της για να καταφέρει να τη βρει πριν είναι πολύ αργά. Καθώς σκάβει βαθύτερα, τα ψηφιακά στοιχεία δημιουργούν περισσότερες ερωτήσεις παρά απαντήσεις. Oταν η Τζουν ξετυλίγει του κουβάρι των μυστικών που κουβαλούσε η μαμά της, ανακαλύπτει ότι ποτέ δεν την ήξερε πραγματικά.
Αυτή την φορά οι σκηνοθέτες Γουίλ Μέρικ και Νικ Τζόνσον, οι οποίοι είχαν δουλέψει στο μοντάζ της πρώτης ταινίας και εδώ βρίσκονται μπροστά στην πρώτη τους σκηνοθετική απόπειρα, αποφασίζουν να αλλάξουν τους ρόλους έχοντας ένα παιδί να ψάχνει τον γονιό του, βάζοντας με αυτόν τον τρόπο κάποιον ικανό και άνετο τεχνολογικά στο επίκεντρο της οθόνης, σε σχέση με τον πιο «ανίκανο» τεχνολογικά πατέρα της πρώτης ταινίας. Στοιχείο που έχει και τα θετικά αλλά και τα αρνητικά του. Οι δυο τους δουλεύουν πάνω στους κανόνες τους οποίους έχει ορίσει ήδη ο Τσαγκαντί από την πρώτη ταινία, παίζοντας όμως με πιο δυναμικό τρόπο με τις οθόνες και τις γρήγορες σε στιγμές αλλαγές (από τον υπολογιστή σε smartphone ή ακόμα και σε smartwatch), χρησιμοποιώντας διάφορα apps και clicks με πολύ πιο στιλιζαρισμένο τρόπο, κάνοντας ακόμα και τα Google Maps να μοιάζουν εντυπωσιακά διασκεδαστικά.
Αλλά προσπαθώντας να κάνουν την ταινία τους πιο φιλική προς τον χρήστη (νεότερο κοινό) και φυσικά πιο κινηματογραφικά αποδεκτή (αν μπορούμε να το πούμε αυτό), το γρήγορο μοντάζ της και τα αρκετά ζουμαρίσματα στην οθόνη, ανάμεσα σε άλλα, της στερούν την «αληθοφάνειά» της ζωής πίσω από την οθόνη. Ο τρόπος με τον οποίο οι σκηνοθέτες προσπαθούν να εξελίξουν τη φόρμα ώστε να είναι πιο ενδιαφέρουσα οπτικά, καταλήγει κάπως ατελέσφορος κινηματογραφικά. Ο λόγος είναι ότι τελικά αποφεύγει το ένα χαρακτηριστικό που ήταν η κινητήριος δύναμη πίσω από την πρώτη ταινία: να δείξει πόσο αποσυνδεδεμένοι είμαστε πραγματικά ο ένας από τον άλλον, λέγοντας μια ιστορία μέσω των συσκευών και των εφαρμογών τους που υποτίθεται ότι μας φέρνουν πιο κοντά.
Τουλάχιστον η πλοκή της ταινίας παραμένει ικανοποιητική καθ’ όλη την διάρκειά της. Μπορεί να μην επανεφευρίσκει τους κανόνες του είδους, αλλά τουλάχιστον τους υπηρετεί αποτελεσματικά. Το μυστήριο εξελίσσεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς, με πολλά παραπλανητικά στοιχεία τα οποία σε κάνουν να επανεξετάζεις διαρκώς τα όσα γνωρίζεις μέχρι εκείνη την στιγμή, αλλά και φυσικά τις αναμενόμενες ανατροπές. Υπάρχουν κάποιες, έστω, μικρές σεναριακές τρύπες και σφάλματα τα οποία δεν έχουν την δύναμη για να μειώσουν την διασκέδασή, ακόμα κι όταν η ζωή της Τζουν (μια αρκετά ικανοποιητική Στορμ Ριντ στον ρόλο, δείχνοντας την ικανότητά της ότι μπορεί να σηκώσει στους ώμους της μια ταινία) μετατρέπεται σε ένα τρελό true crime επεισόδιο, αντί για την σάτιρα και το κοινωνικό σχόλιο πάνω στην ηλεκτρονική ζωή που θα ήθελε να ήταν.
H αλήθεια είναι ότι η δύναμή της ταινίας κρύβεται στο ότι όσα λιγότερα γνωρίζετε για το «Missing» τόσο πιο πολύ θα μπορέσετε να διασκεδάσετε με αυτό. Αλλά όπως τα πάντα τώρα, από υπολογιστές, smartphones και εφαρμογές, έτσι και αυτή η ταινία χρειάζονταν ένα καλό και γερό upgrade μετά από τόσα χρόνια.