Ενα μεγάλο, γοτθικό κτίσμα στις ακτές της Ουαλίας, στέκεται όρθιο σαν ένα άδειο κουφάρι, κατεστραμμένο από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς του Δεύτερου Παγκόσμιου. Τουλάχιστον έτσι μοιάζει όταν ο έφηβος Τζέικ και ο πατέρας του το επισκέπτονται, στο σήμερα. Οταν όμως ο Τζέικ πηγαίνει εκεί μόνος του για μια ριψοκίνδυνη αλλά επιτακτική εξερεύνηση, το κτίσμα ξαναπαίρνει ζωή: ο χρόνος επιστρέφει στις 3 Σεπτεμβρίου του 1943 και το ιδιόμορφο οικοτροφείο, με τον πλούσιο κήπο, γεμίζει από παιδιά. Παράξενα παιδιά, το καθένα με διαφορετικές υπερφυσικές ικανότητες, που ζουν κάτω από την επίβλεψη της αλλόκοτης και συναρπαστικής Μις Πέρεγκριν, με τα μαύρα ρούχα και την πίπα. Ολα μοιάζουν ακριβώς όπως τα περιέγραψε στον Τζέικ ο αγαπημένος του παππούς πριν βρεθεί μυστηριωδώς δολοφονημένος: τακτικός επισκέπτης του σπιτιού πριν καταταγεί στην αεροπορία στον πόλεμο. Οταν βραδιάζει και πλησιάζει η ώρα του βομβαρδισμού, η Μις Πέρεγκριν σταματά το χρόνο, ξαναγυρίζει το ρολόι της στο πρωί και η μέρα ξαναξετυλίγεται, με ασφάλεια και χαρά.
Αυτό είναι το σύμπαν, γραμμένο από τον Ράνσομ Ριγκς στο εικονογραφημένο βιβλίο του, πρώτο από τριλογία, όπου προσγειώνεται ο Τιμ Μπάρτον σα να βρίσκεται, πραγματικά, σπίτι του. Αυτή είναι μια ιστορία αδιέξοδου και σκοτεινά ρομαντικού εφηβικού έρωτα, ανάμεσα στον Τζέικ και την Εμα, το κορίτσι που πάσχει από τόση ελαφρότητα ώστε πετά και συγκρατείται στο έδαφος μόνο με βαριά μολυβένια παπούτσια. Σ’ ένα κόσμο που κινδυνεύει από τέρατα που πολεμούν κάθε τι το διαφορετικό, μια προφανής, αλλά διακριτική και συγκινητική αλληγορία για τους Ναζί και το Ολοκαύτωμα αλλά και κάθε διωγμό της Ιστορίας.
Μ’ αυτά τα δεδομένα, ο Τιμ Μπάρτον θα μπορούσε να έχει υπογράψει την καλύτερη ταινία του ως τώρα, μόνο που δεν το κάνει. Ξεκινά έτσι, στήνοντας ένα μαγικό σύμπαν και συστήνοντας μια ομάδα από, φαινομενικά, συναρπαστικούς ήρωες. Ο Εϊζα Μπάτερφιλντ (ο «Hugo» πέντε χρόνια αργότερα), με τα μεγάλα γαλανά μάτια, είναι ιδανική επιλογή στο ρόλο του αθώου Τζέικ με την άγνοια του κινδύνου. Η Εβα Γκριν, με χιούμορ κι αυτόν τον έμφυτο αισθησιασμό της, είναι αριστουργηματική ως δασκάλα/νταντά που συναγωνίζεται ακόμα και μια Μέρι Πόπινς, ως το ρολόι και τα τέλεια μαλλιά της, ακόμη κι όταν μεταμορφώνεται σε ευέλικτο κοράκι. Η Ελα Περνέλ, δροσερή και ντελικάτη, ανθίζει ως Εμα Μπλουμ. Τα συστατικά της ακαταμάχητης ερωτικής ιστορίας τοποθετούνται ιδανικά: δυο παιδιά που δεν μπορούν να βρουν το χρονικό σημείο που θα τους επιτρέψει να ζήσουν μαζί. Αλλά μετά μένουν ανεκμετάλλευτα, καθώς οδηγούνται σ’ ένα δεύτερο μέρος της ταινίας, μια καταδίωξη και «μάχη» του καλού με το κακό που περισσότερο αναδεικνύει τη χρήση των ειδικών εφέ, παρά θυμάται τις καταβολές και τα κίνητρά της.
Εχοντας στα χέρια του μικροσκοπικούς, κατάμαυρους, μαγικούς ήρωες πιο ενδιαφέροντες κι απ’ τον Στρειδάκη του (από το Αόρατο Αγόρι ως τον Ινοκ που ταριχεύει οστρακοειδή και, σαν αυτόματα, τα βάζει να ξιφομαχούν μεταξύ τους), τους αφήνει αναξιοποίητους, τόσο ώστε να μην προλάβουμε να τους γνωρίσουμε και να τους συμπαθήσουμε. Κι αν το σχέδιο ήταν ολόκληρη η ιστορία να οδηγηθεί σε μια άνευ προηγουμένου θεαματική μάχη με τα αόματα, υπερμεγέθη, άυλα τέρατα σ’ ένα παραθαλάσσιο λούνα παρκ, η μεγάλη αυτή σεκάνς του φινάλε καταλήγει να μοιάζει με video game χωρίς ατμόσφαιρα. Σαν, μέσα στον ενθουσιασμό του με τις εικαστικές δυνατότητες και το ξέσπασμα της φαντασίας, ο Μπάρτον να ξέχασε το σενάριό του το οποίο, άλλωστε, ανέθεσε στην Τζέιν Γκόλντμαν, των «X-Men» και του «Kick-Ass».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα κοστούμια της Κολίν Ατγουντ, τα σκηνικά του Γκάβιν Μποκέ, η φωτογραφία του Μπρουνό Ντελμπονέλ, με την καθοδήγηση του Τιμ Μπάρτον, φτιάχνουν έναν κόσμο γεμάτο εικαστικές εκπλήξεις και παιχνιδιάρικη κομψότητα, παρότι η πρωτοτυπία κι έμπνευσή τους δεν ξεπερνούν αυτήν της «Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων», πόσω μάλλον μια ταινία σαν τον «Εντουαρντ τον Ψαλιδοχέρη». Ωστόσο, παρά τις μεγάλες προσδοκίες (ναι, ακόμα), ο Μπάρτον δε φέρνει στην ταινία την ψυχή και την αφοσίωσή του, κάνοντάς μας, απρόσμενα, να νοσταλγούμε τη δημιουργική φαντασία ενός άλλου παράξενου αγοριού που λεγόταν Χάρι Πότερ.