Ο Ρέιφ έχει καλλιτεχνική φαντασία επικών διαστάσεων… και ένα μικρό πρόβλημα με την εξουσία και τους κανόνες, το οποίο και φουντώνει όταν μεταφέρεται σε ένα άκρως αυστηρό και καταπιεστικό σχολείο. Ο Ρέιφ και ο καλύτερός του φίλος καταστρώνουν ένα σχέδιο για να πατήσουν κάθε έναν κανόνα του σχολείου, με ξεκαρδιστικά αποτελέσματα φυσικά. Η μάχη τους με τον διευθυντή φέρνει το χάος στον πραγματικό κόσμο, αλλά και σε εκείνον στο μυαλό του Ρέιφ. Ο διευθυντής, όμως, δεν έχει πει την τελευταία του κουβέντα...
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τζέιμς Πάτερσον, συγγραφέας της σειράς των «εφηβικών» (;) βιβλίων στο οποίο βασίζεται το φιλμ του Στιβ Καρ (της φήμης του «Paul Blart: Mall Cop» που αρκεί ως αναφορά για να καταλάβετε τα πάντα) έχει κατηγορηθεί ως μια μηχανή δολαρίων που λίγη σχέση έχει με τη λογοτεχνική αποτίμηση των όποιων επιτευγμάτων του – που εξαντλούνται, μεταξύ μας, στο γεγονός πως είναι ο πρώτος συγγραφέας που πούλησε 1 εκατομμμύρια e-books και κέρδισε γι΄αυτό βραβείο Guinness.
Θεωρητικά πιο ειδικός στο μυστήριο και το αστυνομικό (διάσημος για τη σειρά των περιπετειών του Alex Cross, αν το όνομά του σας λέει κάτι), ο Πάτερσον αφηγείται στο «Σχολικά Γυμνάσια» - το πρώτο από 9 βιβλία που συνυπογράφει με άλλους στην ίδια σειρά - που έχει καλύτερο αγγλικό τίτλο το «Middle School: The Worst Years of my Life» μια παραβολή πάνω στην ενηλικίωση που διαθέτει και έξυπνες ιδέες (#not) και ένα twist που κάπου στη μία ώρα σε κάνει να αναρωτιέσαι ποιο νεκρωμένο κομμάτι του εγκεφάλου σου δεν σου επέτρεψε να το καταλάβεις ήδη από τα πρώτα πέντε λεπτά της ταινίας.
Ποντάροντας στον κόσμο της φαντασίας στον οποιό ζει ο πρωταγωνιστής του, Ρέιφ, ο Καρ που σκηνοθετεί έχοντας ως πρότυπο όχι μια σχολική κινηματογραφική κομεντί αλλά το sitcom που αγάπησε μεγαλώνοντας, ακολουθεί χωρίς καμία πραγματική έμπνευση τους κανόνες ενός «επεισοδίου» μιας τηλεοπτικής σειράς που κρατάει αρκετά περισσότερο και δεν μπορεί με την καμία να σε πείσει ότι απευθύνεται σε κάποιον που βρίσκεται στην ηλικία των πρωταγωνιστών της.
Ηλίθια αστεία, λάθος κωμικό timing, τύπου teen χιπστεριά, λίγο από κομιξικό I.Q. και ένα ολόκληρο σύμπαν που είναι ανέμπνευστο (παρά τις ιδέες του), μελοδραματικό (παρά τη διάθεση υπονόμευσης που διαρκώς υπογραμμίζει πιο εκνευριστικά και από το να έκανε... μελόδραμα) και τελικά τόσο υπολογισμένο να φανεί «κάπως» στους εφήβους και ακόμη πιο «κάπως» στους ενήλικες που καταντάει βαρετό, περισσότερο και από όσο θυμάσαι μια σχολική ώρα όταν πήγαινες γυμνάσιο.
Η ιδέα της επανάστασης απέναντι στο κατεστημένο είναι φαινομενικά αντισυμβατική, αλλά καταλήγει πιο συντηρητική και από το diversity που και καλά προωθεί η ταινία για να ικανοποιήσει όλο (;) το (αμερικάνικο) κοινό. Το νόημα υπέρ της διαφορετικότητας είναι πριν του πρώτου επιπέδου, στέλνοντας μάλλον λανθασμένα μηνύματα γύρω από τη συναισθηματική νοημοσύνη μιας – οποιασδήποτε – μειονότητας. Και οι διάσπαρτες σουρεαλιστικές νότες μοιάζουν πιο φορσέ και από τα ανεκδοτολογικού τύπου ευρήματα που όχι μόνο δεν εμπλουτίζουν τη μονοτονία που επικρατεί, αλλά κάνουν αφόρητη την αναμονή μέχρι το φινάλε που ξέρεις τόσο πολύ ότι θα συμβεί που έχεις βαρεθεί ήδη από την ώρα που έπεσαν οι τίτλοι αρχής.
Σχολικά ίσως όχι, αλλά γυμνάσια ναι. Για το θεατή που θα πιστέψει πως αυτή είναι η κωμωδία που θα τον γυρίσει πίσω στα θρανία. Ούτε σε e-book…