Πλανήτης Γη, 2054. Σ’ έναν κόσμο σκοτεινό, δυστοπικό, γονατισμένο από την οικονομική κρίση και αφανισμένο από την οικολογική καταστροφή, ο Μίκι Μπαρνς, ένας loser μεροκαματιάρης, πείθεται από τον τυχοδιωχτάκο φίλο του Τίμο να δανειστούν ένα μεγάλο ποσό από τον τοπικό τοκογλύφο και να ανοίξουν ένα ζαχαροπλαστείο. Όταν η επιχείρηση φυσικά γονατίζει, η συμμορία του αδίστακτου μαφιόζου τους κυνηγά με σιδεροπρίονα κι απειλεί ότι θα τους βρει ακόμα και στην τελευταία γωνιά της γης. Μόνη λύση; Να το σκάσουν από τη Γη.
Δέχονται λοιπόν να γίνουν μέλη του πληρώματος στο διαστημόπλοιο του Κένεθ Μάρσαλ - ενός μεγαλομανή εκατομμυριούχου πολιτικού, που η υπέρμετρη απληστία του τον θέλει να επενδύει στο επόμενο βήμα του καπιταλισμού: την διαπλανητική αποικιοκρατία. Το διαστημικό αεροσκάφος του κατευθύνεται προς τον πλανήτη «Niflheim» (σ.σ. κι αυτός θεός του πολέμου, όπως «Άρης») κι απαρτίζεται από εκατοντάδες εθελοντές - οι περισσότεροι έχουν χάψει το όραμα του και φορούν με καμάρι τα κόκκινα καπέλα τους. Ο κάθε ένας από αυτούς λειτουργεί ως γρανάζι της μηχανής: από τους επιστήμονες που έχουν ξεπουλήσει τις γνώσεις τους για να φέρουν εις πέρας την κάθε επιθυμία του Μάρσαλ και της εμμονικής με την γκουρμέ μαγειρική γυναίκας του, μέχρι τον ιδιωτικό στρατό που επιβάλει την τάξη σε όποιον πάει να ξεφύγει από τις γραμμές και το κινηματογραφικό συνεργείο που καταγράφει την αποστολή, ως μία mega opus προεκλογική προπαγάνδα του υποψήφιου ηγέτη.
Κι ενώ ο πάντα ευέλικτος Τίμο σκοράρει μία θέση πιλότου στο πλήρωμα, ο Μίκι που νιώθει περιττός κι ατάλαντος υπογράφει βιαστικά τη σύμβαση να γίνει «αναλώσιμος». Στην αγωνία του να επιβιώσει από βέβαιο, βασανιστικό θάνατο στη Γη, δέχεται να… πεθαίνει κάθε μέρα στο διάστημα.
Γιατί «αναλώσιμος» σημαίνει πειραματόζωο στις θανάσιμες αποστολές-δοκιμές του Μάρσαλ. Θα βγαίνει να τεστάρει τις ανθρώπινες αντοχές στους θανάσιμους ιούς, την αφιλόξενη ατμόσφαιρα, τους κινδύνους του νέου πλανήτη και κάθε φορά που θα πεθαίνει, οι επιστήμονες θα τον κλωνοποιούν από την αρχή: έχουν συλλέξει το DNA και τις μνήμες του κι έχουν εφεύρει έναν 3D εκτυπωτή ο οποίος αναπαράγει τον επόμενο «Μίκι» μέσα σε 20 ώρες.
Κάπως έτσι περνούν τα 4.5 χρόνια. Και θα ήταν βασανιστικά, αν ο Μίκι δεν είχε γνωρίσει κι ερωτευτεί την Νάσα, μία αστυνομικό που αγάπησε και προστατεύει όλους τους εαυτούς του. Μέχρι που κάτι πάει πολύ στραβά.
Οταν ο Μίκι 17 τραυματίζεται πέφτοντας από έναν παγετώνα και έρχεται αντιμέτωπος με τα «creepers», τους γηγενείς κατοίκους του πλανήτη (εξωγήινους σαρκοβόρους γαργαντούες) δεν πεθαίνει όπως όλοι -ακόμα κι ο ίδιος- πιστεύουν. Αντιθέτως, τα εξωγήινα πλάσματα τον σώζουν: τον ανεβάζουν στην επιφάνεια και τον βοηθούν να ξαναμπεί στο αεροσκάφος. Μόνο που έχουν περάσει οι 20 ώρες και ο Μίκι 18 είναι ήδη έτοιμος. Οι δυο εαυτοί έρχονται σε αντιπαράθεση: μόνο ένας κλώνος μπορεί να υπάρξει, τα πολλαπλά αντίτυπα απαγορεύονται. Τι θα κάνουν οι δύο Μίκι, αλλά κι η Νάσα που μαθαίνει το μυστικό τους; Θα στραφούν εναντίον ο ένας του άλλου, ή θα ενώσουν δυνάμεις απέναντι στον πραγματικό εχθρό;
Ο Μπονγκ Τζουν-χο επιστρέφει 6 χρόνια μετά τα οσκαρικά του «Παράσιτα» με μία ακόμα πικρή, κατάμαυρη παρωδία για την κατάντια της ανθρωπότητας. Παίρνοντας ως πρώτη ύλη το μυθιστόρημα του Εντουαρντ Αστον «Mickey7» (2022), ο Κορεάτης σκηνοθέτης, για ακόμα μία φορά, διασκεδάζει μπλέκοντας τα είδη. Το «Mickey 17» πληρεί την περιγραφή ενός sci-fi fantasy, αλλά δεν είναι ακριβώς «μελλοντολογικό»: ο θεατής το βιώνει, το νιώθει στο στομάχι του ως κάτι πολύ υπαρκτό και σημερινό - μία καυστική κριτική της σύγχρονης πολιτικής σκηνής που γεννά γελοίους, επικίνδυνους, άπληστους, Ελον Μασκ/Ντόναλντ Τραμπ φασίστες. Η ατμόσφαιρα του είναι απόλυτα συνυφασμένη με ένα μεταμοντέρνο, νιχιλιστικό νέο-νουάρ (ακόμα και η αφήγηση του προλόγου θυμίζει «Sunset Boulevard» και «Double Indemnity»), η δράση του έχει βαθιά ρίζα στην κορεατική κινηματογραφική απροκάλυπτη βία. Κι όμως. Η φαρσοκωμωδία πρωταγωνιστεί κι ανατρέπει συνεχώς τον τόνο και τη θερμοκρασία της ταινίας. Και το πιο ειρωνικό από όλα: το καταγγελτικό του μήνυμα για τον αμετροεπή καπιταλισμό είναι πρωταγωνιστικό και ηχηρό, όμως αυτό που βλέπουμε είναι ένα πανάκριβο στουντιακό blockbuster.
Αυτό όμως ίσως να είναι και το κλείσιμο ματιού του σκηνοθέτη, η φάρσα που έστησε στο Χόλιγουντ. Πίσω από την εντυπωσιακή επική εικονογραφία (και πάλι ο Διευθυντής Φωτογραφίας Ντάριους Κόντζι κι η σκηνογράφος Φιόνα Κρίμπι έχουν κάνει θαύματα), όσο γελάμε με την off-beat παρωδία και το action καλπάζει με θόρυβο, ο Μπονγκ Τζουν-χο στην ουσία μας ψιθυρίζει μία μικρή, προσωπική, οικεία ιστορία: κι εμείς, όπως ο Μίκι, προσπαθώντας να επιβιώσουμε, δεν ζούμε. Πεθαίνουμε στη δουλειά, πεθαίνουμε και τον πλανήτη μας - όλοι αναλώσιμοι και στην διάθεση κάθε καραγκιόζη, ρατσιστή, εγωπαθή αποικιοκράτη. Ο «επόμενος στην ουρά» είναι πάντα έτοιμος να μάς αντικαταστήσει - και τώρα με την ΑΙ τεχνολογία, εμείς οι ίδιοι τροφοδοτούμε το ψηφιακό τέρας, με τα συστατικά του πνευματικού μας DΝA.
Με όλους του τους εαυτούς, ο Ρόμπερτ Πάτινσον είναι εξαιρετικός. Ακροβατεί ανάμεσα σε μία Μπάστερ Κίτον αγνή αφέλεια και σε έναν αλά Σιτβ Μπουσέμι «κοενικό» αυτοσαρκασμό. Κοιτά με την μελαγχολία του μουδιασμένου loser ως «Μίκι 17» και την παράνοια του εκδικητικού Μπρους Γουέιν ως «Μίκι 18». Και το κάνει να φαίνεται αβίαστο, νατουραλιστικό, εύκολο. Ο Μαρκ Ράφαλο βουτά πρόθυμα στην καρικατούρα του ακόρεστα φιλόδοξου μεγαλομανή, φορά την ψεύτικη οδοντοστοιχία και την καλλιγραφική υπερβολή με γενναιόδωρη γελοιότητα (ήταν όμως πολύ καλύτερος στο Λάνθιμο), ενώ και η Τόνι Κολέτ, στο ρόλο της αδίστακτης νεόπλουτης μηχανορράφου συζύγου προσφέρει ανατριχιαστικά γέλια με την αφασική κακία της.
Οπως όμως η ηρωίδα της μπλέκει στο μίξερ της ό,τι συστατικό βρίσκει μπροστά της (ακόμα και ανθρώπινη σάρκα) για να φτιάξει την τέλεια «sauce», μπας και τα κλωνοποιημένα πλαστικά κρέατα του αεροσκάφους θυμίσουν κάτι νόστιμο, έτσι κι ο Μπονγκ Τζουν-χο μοιάζει να βάζει στο μπλέντερ γνώριμες πρώτες ύλες των παλιότερων ταινιών του.
Αν κάτι απογοητεύει δηλαδή είναι ότι νιώθουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν φιλμικό κλώνο - με γνώριμο κινηματογραφικό ιστό και παρόμοιες σεναριακές μνήμες. Το αεροσκάφος θα μπορούσε να είναι ένα διαγαλαξιακό «Snowpiercer». Oι παρεξηγημένοι creepers εξωγήινοι τα χαριτωμένα super pigs του «Okja». Η Τίλντα να είχε το ρόλο της Τόνι. Με άλλα λόγια, ο τρισδιάστατος printer του Κορεάτη έχει τυπώσει στο παρελθόν παρόμοια πράγματα, με παρόμοιο ύφος. Δεν νιώθουμε ότι πατήσαμε σ’ έναν νέο, ανεξερεύνητο πλανήτη.
Αυτό που συγκινεί όμως είναι μία νέα ζεστή αισιοδοξία που ο Τζoυν-χο επιτρέπει να επιβιώσει, αποκεφαλίζοντας τον συνηθισμένο κυνισμό του. Ο άνθρωπος είναι loser, παρασύρεται από κακοπροαίρετους ηγέτες, δεν έχει εμπιστοσύνη στη δύναμη του, πέφτει σε παγίδες, κάνει όλες τις λάθος επιλογές, αλλά στο τέλος ξυπνά από τον λήθαργο, αφυπνίζεται, αντιστέκεται. Το καλό νικά.
Με το τελικό μοντάζ να έχει ολοκληρωθεί πριν τις αμερικανικές εκλογές ο Τζουν-χο μάλλον θεωρούσε ότι, δεν μπορεί, αποκλείεται, το MAGA τερατούργημα να επιβληθεί και να νικήσει, και μάς πρόσφερε μία ταινία πολύ πιο φωτεινή από ό,τι αξίζει αυτή τη στιγμή στην ανθρωπότητα.