Ο Γκιλ, ένας χολιγουντιανός σεναριογράφος που ονειρεύεται ότι θα βρει την έμπνευση να τελειώσει το βιβλίο του, φτάνει στο Παρίσι με την αρραβωνιαστικιά του και τους γονείς της. Μόνο που η γαλλική πρωτεύουσα δεν συμβολίζει τα ίδια πράγματα για το αταίριαστο ζευγάρι. Εκείνος, υπέρμετρα ρομαντικός κι αυθόρμητος παίρνει την πρωτοβουλία να περπατήσουν στη βροχή. Εκείνη, ως γνήσιο κορίτσι του Μάλιμπου, παίρνει ταξί. Εκείνος καταστρώνει προσκύνημα στα σπίτια που έζησε ο Μποντλέρ και ο Ντιντερό, σ' όλα τα καφέ που μέθυσε ο Χέμινγουεϊ και ο Φιτζέραλντ. Εκείνη πάει για ψώνια. Εκείνος προτείνει να μετακομίσουν μόνιμα σε μια μποέμικη σοφίτα στην Καρτιέ Λατέν. Εκείνη του προτείνει ψυχανάλυση. Οταν συναντήσουν τυχαία έναν παλιό φίλο της, τον Πολ, έναν αφόρητο ξερόλα ψευδο-ακαδημαϊκό, ο Γκιλ πνίγεται από την μπαναλιτέ της νεόπλουτης παρέας που σε λίγο θα αποτελεί την οικογένειά του και βγαίνει για μία νυχτερινή βόλτα. Μόνο που μόλις οι καμπάνες της εκκλησίας στο λόφο της Αγ. Γενεβιέβης σημάνουν μεσάνυχτα κάτι μαγικό θα συμβεί. Κάτι που μπορεί να συμβεί μόνο στο Παρίσι.
Φθινόπωρο στις όχθες του Σικουάνα, φωταγωγημένη Πον Νεφ, πληθωρικός Πύργος του Αϊφελ, ηλιόλουστη θέα από την Μονμάρτη, λαμπερά χριστουγεννιάτικα Ηλύσια Πεδία. Από την πρώτη σεκάνς της ταινίας, ντυμένη με το σήμα κατατεθέν τζαζ μουσικό σκορ, ο Γούντι Αλεν επιτυγχάνει δύο πράγματα: να δηλώσει απροκάλυπτα τον έρωτά του για το Παρίσι, αλλά ταυτόχρονα να μας κλείσει και το μάτι με αυτογνωσία – ξέρει πολύ καλά ότι αυτή είναι μία στερεότυπη, καρτποσταλική, φωτογενής φαντασίωση, αλλά διόλου δεν τον απασχολεί. Αυτό είναι το Παρίσι του και θα το φωτίσει με χρυσές γυαλάδες, θα το μουσκέψει σε γλυκιά ανοιξιάτικη μπόρα, θα το περιηγηθεί με το στόμα και την κάμερα ανοιχτή, έτσι όπως του πρέπει και του αξίζει. Από το 1979 και την ασπρόμαυρη ραψωδία του για το «Μανχάταν» είχε ο Αλεν να συνθέσει τέτοια φιλμική εξομολόγηση για μία πόλη. Κι αν στην Νέα Υόρκη ανακάλυπτε ρομαντισμό στο ρεαλιστικό, κυνικό, μητροπολιτικό τοπίο, στο σήμερα και το τώρα, το Παρίσι του στέκεται περισσότερο ως σύμβολο, κυριολεκτικό και αλληγορικό ταξίδι πίσω στο εξιδανικευμένο παρελθόν και σ΄έναν λυρισμό που έχει ανεπίστρεπτα χαθεί.
Αντίθετα με τον αρχαιολόγο Τομ Μπάξτερ στο «Πορφυρό Ρόδο του Καΐρου», ο Γκιλ (και γιατί να κρυβόμαστε: ο Γούντι) βουτά από την πραγματικότητα στο όνειρο: κάθε βράδυ, ακριβώς τα μεσάνυχτα, μεταφέρεται στο Παρίσι των αρχών του 20ου αιώνα και συχνάζει με όλους τους λογοτεχνικούς, μουσικούς, κινηματογραφικούς του ήρωες. Σκοτ Φιτζέραλντ, Πάμπλο Πικάσο, Ερνεστ Χέμινγουεϊ, Γερτρούδη Στάιν, Σαλβαντόρ Νταλί, Κόουλ Πόρτερ.
Ο Αλεν επιτυγχάνει την πιο τρυφερή και γλυκόπικρη ταινία του εδώ και χρόνια, ακολουθώντας το νήμα αυτού του απλού ευρήματος, αλλά σαρκάζοντας τον εαυτό του σε κάθε βήμα: οι δικοί του μύθοι παρελαύνουν επί οθόνης, φλερτάρουν με τα κλισέ που τους έχει αποδώσει η ιστορία, μιλούν, γελούν, τσακώνονται και πίνουν έτσι όπως κάθε εραστής του παρελθόντος τους έχει φανταστεί στα στέκια των λόφων της Μονμάρτης. Απολαμβάνοντας τους γεμάτους αναφορές διαλόγους, γελάμε γλυκόπικρα, καθώς ό,τι διαδραματίζεται στην οθόνη μοιάζει με καυστική φάρσα που στήνει ένας 76χρονος γέροντας πρώτα στον ξεμωραμένο εαυτό του και μετά σε κάθε έναν από τους θεατές που του μοιάζει.
Γιατί σ' αυτό τον κόσμο υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι: εκείνοι που πάντα θα βλέπουν τη βροχή σαν πρόβλημα, το Παρίσι σαν τουριστικό προορισμό και την τζαζ του Κόουλ Πόρτερ σαν μουσική ασανσέρ. Κι εκείνοι που θα περπατούν μουσκεμένοι, στο σκηνικό της αιώνιας ταινίας της ζωής τους, μουρμουρίζοντας το «Night and Day» και περιμένοντας τις καμπάνες να σημάνουν μεσάνυχτα.