Επιστροφή στο Τέξας της δεκαετίας του 70. Ενα ζευγάρι παρανόμων, ο Μπομπ και η Ρουθ, περικυκλώνονται σε μία ενέδρα του σερίφη και συλλαμβάνονται. Ο Μπομπ αναλαμβάνει την ευθύνη και φυλακίζεται. Εκείνος της ζητά να μείνει πλάι του. Να τον περιμένει.
Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινίας του σεναριογράφου και σκηνοθέτη Ντέιβιντ Λόουρι, προβλήθηκε στην Εβδομάδα Κριτικής του φεστιβάλ Καννών, αλλά στην ουσία πρόκειται για πνευματικό παιδί του Sundance - εκεί αναπτύχθηκε το σενάριό της (Sundance Institute's Writing and Producing Labs), εκεί έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της τον Ιανουάριο, εκεί κέρδισε επάξια το βραβείο Διεύθυνσης Φωτογραφίας.
Ο Λόρι επιχειρεί κάτι που μοιάζει ακατόρθωτο: να πλάσει ένα ερωτικό crime drama που αποπνέει την ήσυχη λυρική δύναμη ενός Τέρενς Μάλικ, το ιδιοσυγκρασιακό αφηγηματικό μεγαλείο ενός Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, τη γοητεία στα πορτρέτα αντιηρώων ενός Μπομπ Ράφελσον. Και μέχρι ένα σημείο το επιτυγχάνει με εξαιρετικό βλέμμα, τόλμη και πρόταση για το πώς το σύγχρονο σινεμά ίσως θα πρέπει να κοιτάξει λίγο πίσω και να πετάξει τα περιττά.
Οι ήρωές του δεν είναι σίγουρα... ήρωες - όπως μας προϊδεάζει και ο τίτλος. Ο Μπομπ είναι διαβόητος ληστής, ο οποίος συλλαμβάνεται σε μία ενέδρα και παίρνει πάνω του και τη δολοφονία αστυνομικού, την οποία όμως έχει διαπράξει η έγκυος γυναίκα του και παιδικός του έρωτας Ρουθ. Το μόνο που της ζητά είναι να τον περιμένει. Μετά από χρόνια, με το κοριτσάκι της μεγαλωμένο, η Ρουθ θα βρεθεί σ' ένα ηθικό και συναισθηματικό δίλημμα: υποσχέθηκε να περιμένει, αλλά ο νεαρός σερίφης της πόλης της προτείνει μία ζωή γεμάτη ασφάλεια και σιγουριά.
Με ατμοσφαιρική σκηνοθεσία που αντιμετωπίζει σπίτια, τοπία και ουρανούς ως κεντρικούς χαρακτήρες μίας πόλης που θα έκανες τα πάντα να ξεφύγεις, και πρωταγωνιστές σε αριστοτεχνικές ερμηνείες (οι Κέισι Αφλεκ, Ρούντι Μάρα και Μπεν Φόστερ είναι εξαιρετικοί) η ταινία θα ήταν η αποκάλυψη της χρονιάς αν δεν είχε μία ελλειπτική αφήγηση που μας άφησε συναισθηματικά κενά.
Λυρισμός και λακωνικότητα είναι ευπρόσδεκτες κινηματογραφικές αρετές, αλλά απαιτούν ένα σταθερό χέρι να χτυπήσει τα πλήκτρα του σεναρίου και να κρατήσει την κάμερα ακίνητη σε στιγμές που δικαιολογούν τις μεταβολές στη συμπεριφορά των χαρακτήρων και στον τρόπο που η συναισθηματική μας νοημοσύνη τις αποδέχεται. Ο Λόουρι εμπιστεύεται υπέρμετρα την ποιητική του δεινότητα και για αυτό αποτυγχάνει (ενώ είναι πολύ κοντά) να πλάσει το αυτόματα κλασικό αριστούργημα.
Κι αν μένουμε δίπλα του στην τελική μας ετυμηγορία είναι γιατί, έστω κι έτσι, αυτή η αιθέρια, μελαγχολική σπουδή τόσο του σινεμά όσο και της ανθρώπινης φύσης είναι πολύ εντυπωσιακή για να την αγνοήσεις.