Τα μέλη μιας παράτολμης ερευνητικής ομάδας βουτάνε στα βαθύτερα σημεία του ωκεανού και καταλήγουν να παλεύουν για τη ζωή τους όταν πέσουν πάνω σε μία επικίνδυνη αποστολή εξόρυξης. Σε έναν εφιαλτικό αγώνα ενάντια στον χρόνο, οι ήρωες μάχονται ενάντια σε γιγαντιαίους μεγαλόδοντες και στον αδίστακτο ανθρώπινο παράγοντα που καταστρέφει το περιβάλλον. Αν θέλουν να επιβιώσουν πρέπει να σκέφτονται και να κολυμπούν πιο γρήγορα από τους αμείλικτους θηρευτές τους...
Πώς κάνεις ένα σίκουελ μιας ταινίας στην οποία ο Τζέισον Στέιθαμ ρίχνει μπουνιά σε έναν τεράστιο προϊστορικό μεγαλόδοντα καρχαρία; Μα απλώς ακολουθώντας πιστά τον κανόνα «αν κάτι δεν είναι χαλασμένο, μην προσπαθείς να το φτιάξεις» και αυξάνοντας όσο μπορείς, κοντά στο τέρμα, τη δράση, την ένταση και, πάνω από όλα, την υπερβολή.
Εξάλλου οι σεναριογράφοι του «Meg 2: Η Τάφρος» δεν ενδιαφέρονται και τόσο για την πρωτοτυπία του σεναρίου τους, το οποίο εξελίσσεται όπως ακριβώς περιμένει κανείς, βάζοντας όσα περισσότερα πράγματα μπορούν σε μια σχεδόν ανύπαρκτη πλοκή η οποία αναρωτιέσαι πώς μπορεί να υποστηρίξει όλα αυτά που συμβαίνουν στην οθόνη. Γιατί ένας μόνο μεγαλόδοντας κι όχι τρεις; Γιατί να μην δημιουργήσουμε κάτι σαν ένα άτυπο «Jurassic Park» μαζί με άλλου δεινόσαυρους; Και γιατί να μην βάλουμε τον Στέιθαμ να κάνει ακόμα πιο υπερβολικά πράγματα προτάσσοντας παράλληλα και οικολογικά μηνύματα και αχρείαστα οικογενειακά δράματα, μπερδεύοντάς τα γελοιωδώς σε μια ταινία η οποία με το ζόρι καταφέρνει να πάρει μπρος σεναριακά; Ας τα κάνουμε όλα αυτά μαζί λοιπόν.
Αλλά ποιος ενδιαφέρεται για το σενάριο όταν αυτό αποτελεί απλώς ένα μέσο για τη μια σκηνής δράσης στην άλλη (χωρίς να είναι για άλλη μια φορά υπερβολικά αιματηρή ή βίαιη για το ευρύ κοινό), και τίποτα παραπάνω, όπου οι μεγαλόδοντες και άλλα προϊστορικά πλάσματα έχουν βάλει στο μενού τους τους ήρωες της ταινίας, αλλά και όταν η δράση στο φινάλε μεταφέρετε σε ένα νησί το οποίο λέγεται «Το Νησί της Διασκέδασης» (#diplis) και που μοιάζει σαν ένα απέραντο all you can eat μπουφέ; Πραγματικά κανείς.
Ο Βρετανός Μπεν Γουίτλι, ο σκηνοθέτης πίσω από το αχρείαστο remake του «Ρεββέκα» για το Netflix, δημιουργεί νέους κινηματογραφικούς ορισμούς για το πώς μια δράση μπορεί να είναι παράλληλα και υπερβολική, εφετζίδικη και αναληθοφανής, γεμάτη σε στιγμές από κακοφτιαγμένα εφέ. Αν και από την πρώτη της στιγμή μοιάζει σαν να μην παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά, νιώθεις όμως ότι ποτέ δεν καταφέρνει να δημιουργήσει εκείνη την ατμόσφαιρα ενός απενoχοποιημένου fun, φλερτάροντας συνεχώς με τους όρους ενός b-movie χωρίς όμως να τους υποστηρίζει όπως θα έπρεπε.
Το «Meg 2: Η Τάφρος» φιλοδοξούσε να γίνει η πιο fun και διασκεδαστική ταινία του καλοκαιριού. Φιλοδοξίες όμως που γρήγορα βυθίζονται, με την βαρύτητα ενός κουφαριού τεράστιου θηλαστικού, στα πιο ρηχά νερά της κινηματογραφικής αδιαφορίας.