Ο Τόμας ξαναβρίσκει τις αισθήσεις του μέσα σ’ ένα μεγάλο κουτί: είναι περικυκλωμένος από λίγες δεκάδες εφήβους, μόνο αγόρια, που τον υποδέχεται επιφυλακτικά. Ο Τόμας έχει ολοκληρωτική αμνησία, δε θυμάται αρχικά ούτε τ’ όνομά του, ούτε και ξέρει γιατί βρίσκεται, μαζί με τους άλλους, σε μια παρθένα πεδιάδα, περικυκλωμένος από έναν ψηλό πέτρινο λαβύρινθο που εμποδίζει την έξοδο, αλλάζοντας τη δομή του κάθε νύχτα. Μαχητικός και θαρραλέος, θα προσπαθήσει να πείσει τους υπόλοιπους καταχρηστικούς συντρόφους του ότι, αν ενώσουν τις δυνάμεις τους, θα μπορέσουν να χαρτογραφήσουν τον λαβύρινθο και ν’ απελευθερωθούν, παρότι δε γνωρίζουν ούτε ποιος τους παγίδευσε εκεί και για ποιο λόγο, ούτε τι τους περιμένει απ’ έξω.
Ο «Λαβύρινθος» βασίζεται στο πρώτο από τα best sellers του Τζέιμς Ντάσνερ που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία στην κατηγορία των young adult μυθιστορημάτων φαντασίας απ’ όταν άρχισαν να κυκλοφορούν το 2009 και, φυσικά, περίμενε υπομονετικά την κινηματογραφική του μεταφορά. Η ιδέα του σεναρίου συνδέει αφοσιωμένα τον αγώνας επιβίωσης στην ερημιά, με πρωτόγονα μέσα, στο ύφος του «Lost», τις άγνωστες κινητήριες δυνάμεις των «έξω» που ελέγχουν μια εναλλακτική φυλακή, όπως στους «Αγώνες Πείνας» και την κοινωνική διαστρωμάτωση και τον πειρασμό της εξουσίας σε μια παιδική κοινωνία, ακριβώς όπως στον «Αρχοντα των Μυγών».
Τόσο πιστό μοιάζει να είναι το φιλμ στο βιβλίο, ωστόσο, που «ξεχνά» να μεταφέρει κινηματογραφικά τη δράση, προτιμώντας συνήθως για ευκολία να βάζει τους ήρωές του ν’ αφηγούνται ή να περιγράφουν τα δεινά που τους συνέβησαν ή τα μυστήρια που προσπαθούν ν’ αποκρυπτογραφήσουν, διατηρώντας έτσι το σασπένς ενός θρίλερ φαντασίας σε χλιαρές θερμοκρασίες. Τα εφέ της ταινίας εξαντλούνται κυρίως στις πεινασμένες για σάρκα γιγαντιαίες tech αράχνες που παραφυλούν μέσα στον λαβύρινθο, ορεξάτες για λίγη σφριγηλή αγορίστικη σάρκα και στο ίδιο το κατασκεύασμα – φρούριο που δεσπόζει σε κάθε πλάνο, χαρίζοντας και τη μοναδική αγωνιώδη κι εντυπωσιακή σκηνή δράσης, όταν ο Τόμας κι οι φίλοι του προσπαθούν τρέχοντας να γλιτώσουν από τις διαρκώς μετακινούμενες λεπίδες του.
Την έλλειψη πρωτοτυπίας στην πλοκή και θάρρους στη σκηνοθεσία, η ταινία αντιπαρέρχεται ίσως με τη «συλλογή» νεαρών ηθοποιών (μέσα ο Ντίλαν Ο’ Μπράιεν του «Teen Wolf», η Κάγια Σκοντελάριο του «Skins», ο Γουιλ Πόλτερ της «Οικογένειας Μίλερ» και ο Τόμας Μπρόντι-Σάνγκστερ, ο Τζότζεν του «Game of Thrones») που, με την ενηλικίωση teen heartthrobs σαν τον Ρόμπερτ Πάτινσον, θ’ αρχίσει ενδεχομένως να μονοπωλεί το ανήλικο ενδιαφέρον.
Η ταινία αποτελεί τόσο απροκάλυπτα το πρώτο μέρος ενός ελπιδοφόρου franchise, που δεν κάνει καν τον κόπο να λειτουργήσει με αυτοτέλεια: οι ήρωες συστήνονται, τα βασικά δεδομένα αποκαλύπτονται, η πρώτη πίστα κερδίζεται κι όλα είναι στημένα για… την επόμενη, του box office επιτρέποντος. Με την έξοδο του «Maze Runner» στην Αμερική, ταυτόχρονα με την Ελλάδα και τον κόσμο, θα φανεί εάν τα επόμενα χρόνια ο Τόμας κι οι σύντροφοί του θα συνεχίσουν να τρέχουν.