Ο δημοσιογράφος και ποιητής Μαρκ Ο' Μπράιαν έχει ζήσει όλη του τη ζωή καθηλωμένος στο φορείο και το οξυγονούχο σκάφανδρό του. Χτυπημένος από παιδί από πολιομυελίτιδα, ο 38χρονος τετραπληγικός άντρας είναι αναγκασμένος να αφήνεται στις φροντίδες των εκάστοτε νοσοκόμων του, εγκλωβισμένος σ' ένα σώμα που δεν υπακούει. Δεν σημαίνει όμως ότι δεν νιώθει, δεν ζητά, δεν ποθεί. Λίγο πριν κλείσει τα 40, ο Μαρκ αποφασίζει ότι δεν θέλει πλέον να είναι παρθένος. Θέλει να κάνει σεξ, βαρέθηκε να εκσπερματώνει τυχαία, άβολα και ντροπιασμένα - κάθε φορά που κυνικά χέρια τον πιάνουν για να τον αλλάξουν ή να τον κάνουν μπάνιο. Αρχικά ζητά τη συμβουλή του ιερέα του, καθώς η καθολική πίστη παίζει μεγάλο ρόλο υποστήριξης και επιβίωσης στην άτυχη ζωή του. Μετέπειτα, καταφεύγει στην Σέριλ Κόεν-Γκριν, μία ειδικό που παραδίδει μαθήματα ενηλικίωσης: 6 συνευρέσεις που συνδυάζουν την ψυχαναλυτική υποστήριξη με την ίδια την πρακτική του σεξ. Δεν πρόκειται για πόρνη - η Σέριλ είναι θεραπεύτρια με πτυχία, σύζυγο, παιδί και υποθήκη. Εκείνη θα του μάθει, βήμα βήμα, πώς να αποκτήσει τον έλεγχο του μόνου μορίου του σώματός του που λειτουργεί. Εκείνος, άθελά του, θα την εμπνεύσει να χάσει λίγο το δικό της έλεγχο...
Η ταινία βασίζεται στην αληθινή ιστορία του Ο' Μπράιαν, όπως ο ίδιος την διηγήθηκε σε άρθρο του το 1990 στο περιοδικό The Sun, με τίτλο «On Seeing a Sex Surrogate» («Οι Συνευρέσεις μου με μία Πρακτικό του Σεξ»). Η πλοκή μας επιστρέφει στο 1988, όταν ο Ο' Μπράιαν ήταν όντως 38 ετών, και πράγματι πέρασε αυτή την διαδικασία για να κάνει για πρώτη φορά σεξ.
Η επιτυχία του 65χρονου σκηνοθέτη και σεναριογράφου Μπεν Λιούιν (ο οποίος είχε 18 χρόνια να κάνει ταινία!) είναι ότι ξέρει να ισορροπεί εξαιρετικά, ίσως γιατί στη ζωή περπατά κι ο ίδιος με παραπληγικές πατερίτσες: δεν επαναπαύεται στην δύναμη της φράσης «αληθινή ιστορία», δεν υπογραμμίζει διδακτικά, ούτε εξαργυρώνει γλυκανάλατα κι εύκολα την τραγωδία του Ο' Μπράιαν. Του χαρίζει ευφυείς ατάκες γοητευτικού αυτοσαρκασμού, πλημμυρίζει την εικόνα με φως και χρώματα, αποφεύγει τη μιζέρια, αλλά κοιτά κατάματα την αλήθεια, κινηματογραφεί και μοντάρει με στόχο τη σοβαρότητα της υπόκωφης κωμωδίας. Το αποτέλεσμα είναι ένας τόνος γήινης ανθρωπιάς και καλοδεχούμενου κυνισμού, ο οποίος ξεγυμνώνει ακόμα και εμάς στις καρέκλες μας.
Η ταινία άλλωστε δεν κοιτά το σεξ από την ηδονοβλεπτική κλειδαρότρυπα, αλλά ούτε έχει την παραμικρή διάθεση απλώς να το «αφηγηθεί» ή κουκουλώσει. Με γενναιότητα σε ξαπλώνει, ακίνητο, στο κρεβάτι της πρώτης σου φοράς, σε αναγκάζει να θυμηθείς όσα επιλεκτικά ξέχασες, όσα δεν γίνονται ποτέ ταινία.
Ούτε κοιτά ακριβώς το σεξ. Ούτε ακριβώς την αναπηρία. Εξετάζει, κυριολεκτικά και συμβολικά, το σώμα - προσπαθεί να συναισθανθεί αν αυτό μας κάνει ό,τι φαινόμαστε, ό,τι κουβαλάμε, ό,τι παίρνουμε, ό,τι δίνουμε, ό,τι... είμαστε. Ενας τετραπληγικός άντρας δεν είναι ένα κομμάτι κρέας γιατί το σώμα του δεν λυγίζει, δεν σκύβει, δεν τεντώνεται, δεν σε αγκαλιάζει. Μία σεξοθεραπεύτρια δεν είναι απλά ένα γυμνό κορμί πειραματικό δοχείο του σεξ. Η επιστήμη δεν μπορεί ακριβώς να βοηθήσει. Η θρησκεία (σε μία ευφυή παρουσίασή της από τον Λιούιν) έρχεται στην αμηχανία να αδυνατεί να απαγορεύσει. Τα επιχειρήματα όλα καταρρέουν μπροστά στη φύση, την ορμή, το ένστικτο, την ανάγκη, το μοίρασμα, την εύθραυστη πραγματικότητά σου που ξεχύνεται, ωμή και αφώτιστη και ζωώδης. Αυτό είναι κάτι που δεν γίνεται χωρίς το σώμα σου, αλλά ούτε ξεκινά, ούτε καταλήγει σ' αυτό.
Ο Τζον Χοκς («Στην Καρδιά του Χειμώνα», «Εγώ, Εσύ και Ολοι οι Γνωστοί», «Martha Marcy May Marlene») ερμηνεύει με στιβαρή και στοχευμένη αφαιρετικότητα τον εγκλωβισμό του ήρωά του. Δεν είναι μόνο ότι αποδίδει εξαιρετικά το στρεβλό, άκαμπτο κορμί, ή την παραμορφωμένη, ρινική φωνή του μόνιμα κλινήρη ανθρώπου. Υποχρεωμένος να παίξει με την απουσία, ο Χοκς δουλεύει τα βλέμματα, τις παύσεις, το χιούμορ, την ντροπή, την απόσυρση της ψυχής στο κουφάρι της ή την τόλμη της να συστηθεί στον κόσμο με τρέλα, να διεκδικήσει τον έρωτα, τη ζωή που της αναλογεί.
Στο αντίβαρο, η Ελεν Χαντ παίζει σωματικά. Σε μία γενναία, ειδικά για την Αμερική, ερμηνεία, οι περισσότερες σκηνές της τη θέλουν γυμνή, συνεπή με τον πραγματισμό της ηρωίδας της: είναι επιστήμονας, το σώμα είναι το φυσικό της εργαλείο, το απογυμνώνει, το επιδεικνύει, το προσφέρει, το παίρνει πίσω, το ντύνει και φεύγει. Η Χαντ την ερμηνεύει κυριολεκτικά, χωρίς δεκανίκια, με δύναμη και στοργικό τσαμπουκά. Σ' αυτήν όμως θα πέσει το βάρος της συναισθηματικής ανατροπής. Ο δικός της κυνισμός οφείλει να καταρριφθεί, το σώμα πρέπει να απομυθοποιηθεί και να αφήσει χώρο για όλα τα υπόλοιπα που μας εκπλήσσουν, μας αιφνιδιάζουν, μας κάνουν θνητούς.
Κι εκεί κρύβεται η μοναδική αδυναμία της ταινίας, η μικρή ευκολία στην οποία χειρίζεται την απότομη αλλαγή της ηρωίδας της, το ξαφνικό συναισθηματικό της δέσιμο με τον ασθενή της. Ισως το ότι απαιτούμε από ταινίες που υπόσχονται καθηλωτική ειλικρίνεια να μας χαστουκίζουν κι όχι να μας προσφέρουν στο φινάλε εύκολους οδηγούς αισιοδοξίας να είναι αυστηρό κι άδικο κριτήριο. Αλλωστε όλοι έχουμε ανάγκη από κάθαρση και ελπίδα.
Και η αλήθεια είναι ότι όταν μία ταινία είναι τόσο καλογραμμένη, στιβαρή, εύστοχη και αριστοτεχνικά ερμηνευμένη μπορείς να παραβλέψεις μία... πρόωρη σεναριακή εκσπερμάτωση.