Η 23χρονη Τζόι Ντρέιτον επιστρέφει στο πατρικό της στο Σαν Φρανσίκο, μετά από ένα ταξίδι στη Χαβάη, με κάτι παραπάνω από αναμνηστικές γιρλάντες: τον Δρ. Τζον Πρέντις, έναν πανέμορφο, έγκριτο γιατρό και υποδειγματικό πολίτη. Η Τζόι κι ο Τζον γνωρίστηκαν στη Χαβάη, ερωτεύτηκαν μέσα σε 10 μέρες και θέλουν να παντρευτούν. Το μόνο πρόβλημα είναι πως η Τζόι είναι λευκή και ο Τζον αφροαμερικανός. Θα δώσουν την έγκρισή τους οι γονείς της Τζόι, οι οποίοι μοιάζουν να ξεχνούν την αντιρατσιστική ιδεολογία τους, όταν το ζήτημα τούς… επισκέπτεται στο σπίτι; Τι γνώμη θα έχουν οι γονείς του Τζον, που θα έρθουν στο σπίτι για δείπνο και για να γνωρίσουν την αρραβωνιαστικιά του γιου τους; Ο φίλος των Ντρέιτον, ο Αιδεσιμότατος Ράιαν μοιάζει να έχει την πιο δεκτική και φιλική φωνή, ενώ η υπηρέτρια του σπιτιού, η Τίλι, αφροαμερικανίδα κι εκείνη, είναι η πιο επιθετική εχθρός του ζευγαριού. Οκτώ άτομα μαζεύονται το βράδυ στο σπίτι των Ντρέιτον, βαλμένα να παρουσιάσουν την πλήρη εικόνα μια Αμερικής που μοιάζει ν’ αλλάζει, αλλά δεν είναι έτοιμη να δεχτεί το νέο της πρόσωπο.

Η ταινία του Στάνλεϊ Κρέιμερ είναι πιο ενδιαφέρουσα σεναριακά και ιδεολογικά, παρά κινηματογραφικά, παρότι παραμένει και σήμερα χαριτωμένη, όμορφη και έξυπνη, με τη χαρακτηριστική φόρμα της αμερικανικής κομεντί. Η ιστορία της εκτυλίσσεται το 1967, στο Σαν Φρανσίσκο, στην καρδιά της πιο φιλελεύθερης Αμερικής, το καλοκαίρι της αγάπης – γι’ αυτό και, εκτός από τα ρατσιστικά της διλήμματα, η ταινία συχνά αναφέρεται και στην ανερχόμενη δύναμη της νέας γενιάς, που προσπερνά τη μεσήλικη πραγματικότητα με δύναμη και αποφασιστικότητα.

Αν η υπόθεση της ταινίας μοιάζει ξεπερασμένη σήμερα, σε μια εποχή που η Αμερική έχει έναν αφροαμερικανό Πρόεδρο, πέρα από τους τύπους, στην ουσία της παραμένει εξίσου σημαντική και επίκαιρη. Το είδος του ρατσισμού, ή τα θύματά του, μπορεί να έχουν αλλάξει, αλλά το πνεύμα της ανοχής λείπει από τον κόσμο – κατά κόρον από την Ελλάδα, άλλωστε. Η κεντρική ιδέα που πρεσβεύει η ταινία, ότι κανείς δεν είναι ρατσιστής, μέχρι ο «ξένος» να μπει στο σπίτι του, βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή της σήμερα, παρότι τα πρόσωπα ή η καταγωγή των θυτών και των θυμάτων έχουν αλλάξει. Μπορεί στη διάρκεια της ταινίας να γίνεται εμφανής η «ηλικία» της, μόνο και μόνο με τη χρήση λέξεων που προδίδουν μια προ πολιτικής ορθότητας Αμερική (ένας «negro» που θα έπρεπε να παντρευτεί μια «coloured girl» είναι όροι που ποτέ δε θα χρησιμοποιούνταν σήμερα), αλλά η ουσία της παραμένει ακριβώς το ίδιο σημαντική και… εκπαιδευτική!

Σκηνοθετικά η ταινία αντιμετωπίζεται με μια πρόθεση θεατρικότητας. Το μεγαλύτερό της μέρος εξελίσσεται μέσα στο σπίτι των Ντρέιτον, όπου συζητήσεις διεξάγονται από το ένα δωμάτιο στο άλλο, με διαλόγους ανάμεσα σε ζευγάρια ή τριάδες από τους κεντρικούς ήρωες. Σινεφιλικά η ταινία έχει μια άλλη ιστορία, καθώς είναι η ένατη συνεργασία στην οθόνη του ζευγαριού Σπένσερ Τρέισι – Κάθριν Χέπμπορν, η τελευταία δουλειά του Τρέισι που πέθανε λίγες βδομάδες μετά το τέλος των γυρισμάτων. Η ελαφριά ομοιότητα ανάμεσα στην Τζόι και την κινηματογραφική μαμά της είναι πραγματική, μια και η Χάθριν Χότον που την ενσαρκώνει είναι ανιψιά της Χέπμπορν. Ο Σίντνεϊ Πουατιέ βρίσκεται στη μεγαλύτερη ακμή του, την ίδια χρονιά που έκανε την έκρηξη με τα «To Sir With Love» και «In the Heat of the Night», αποδεικνύοντας έμπρακτα την αντιρατσιστική μεταστροφή της Αμερικής, τουλάχιστον στο σινεμά. Η ταινία ήταν υποψήφια για 10 Βραβεία Οσκαρ και τιμήθηκε με τα δύο, για την ερμηνεία της Κάθριν Χέπμπορν και το σενάριο του Γουίλιαμ Ρόουζ.