There's a fine line between love and hate τραγουδάνε οι OutKast στους τίτλους τέλους της ταινίας κι όπως σ' όλη τη διάρκειά της τα τραγούδια συμπληρώνουν ή αντικαθιστούν τις σκέψεις και τα λόγια των δυο ηρώων, έτσι κι εδώ ο Σαμ Λέβινσον υπογραμμίζει το νόημα του φιλμ του. Οπως σε όλη τη διάρκειά του υπογραμμίζει, με κάθε τρόπο, βαρυσήμαντα, όσα θέλει να πει για τις σχέσεις και την τέχνη.
Ο Μάλκομ και η Μαρί γυρίζουν σπίτι, βράδυ, μετά την επίσημη πρεμιέρα της νέας ταινίας του. Εκείνος είναι σκηνοθέτης, εκείνη μοντέλο, εκείνος δημιουργός, εκείνη η μούσα, μια και η ιστορία της κατεστραμμένης από τα ναρκωτικά ζωής της όταν ήταν 20, όταν εκείνος τη διέσωσε, αποτελεί την πηγή της ταινίας που έγραψε και σκηνοθέτησε. Ο Μάλκομ, στο λόγο του, ξέχασε να ευχαριστήσει τη Μαρί - κι αυτή είναι η αφορμή για ένα δίωρο, κυκλικό, στροβιλιζόμενο θα έλεγες, καυγά, μια διαδοχή μονολόγων που διακόπτεται από δυο-τρία τσιγάρα, λίγη σωματική επιθυμία.
Ο Σαμ Λέβινσον, σεναριογράφος του «Euphoria», γύρισε το «Malcolm & Marie» μυστικά, σιωπηλά, στην καλοκαιρινή καραντίνα στην Καλιφόρνια, με (μόνο, μιλώντας για Αμερική), 20 άτομα συνεργείο και μόνο τους δυο ηθοποιούς του που συμμετείχαν και ως παραγωγοί, αλλά και στο σενάριο. Οι κινηματογραφικές αναφορές του είναι παραπάνω από φανερές. Η ιδέα του να κάνει «αγνό» καλλιτεχνικό σινεμά, με όμορφα σκιασμένο ασπρόμαυρο φιλμ 35mm. Το «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» είναι εδώ, σ' ένα ζευγάρι που κατακερματίζεται γιατί έτσι αγαπιέται, ακόμα και στην ατάκα του Μάλκομ ότι πρέπει ν' αρχίσουν να παντρεύονται γιατί θα πάρουν διαζύγιο και θα ξαναπαντρευτούν μπόλικες φορές - όπως η Λιζ Τέιλορ κι ο Ρίτσαρντ Μπέρτον. Ο άτιμος ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ είναι εδώ, στη σεκάνς της «Περιφρόνησης» στο μοντέρνο διαμέρισμα, όπου η Μπριζίτ Μπαρντό κι ο Μισέλ Πικολί (επίσης σκηνοθέτης, μην ξεχνάμε), χαρακώνονται ανάμεσα στους τοίχους των δωματίων του σπιτιού τους για ν' αποσυνθέσουν τη σχέση τους. Κι ο Τζον Κασσαβέτης είναι εδώ και πόσο του λείπει μια Τζίνα Ρόουλαντς και η δραματική αλήθεια της. Ακόμα κι ο Στέργιος Πάσχος, με το «Αφτερλωβ» του, εδώ είναι κι αφήνει καλύτερη ανάμνηση.
Στις κουβέντες του ζευγαριού, ο Σαμ Λέβινσον βρίσκει έδαφος να χωρέσει τις δικές του σκέψεις - για τη «σωτηρία» των ανθρώπων, για το λευκό πλεονέκτημα, για την κριτική στην τέχνη (ο ίδιος, άλλωστε, στην πραγματικότητα, έχει απορρίψει την κριτική εν γένει), για την υποκρισία του δημιουργού, το τίμημα της επιτυχίας και το ξεπούλημα. Την αληθινή ζωή και τη ζωή της οθόνης. Είναι, όμως, οι ιδέες του επιδερμικές, στοιχειώδεις, χωρίς το βάθος ή την πρωτοτυπία που θα ξυπνήσουν όντως τη σκέψη. Κι είναι οι διάλογοι γραμμένοι με τόση επιτήδευση, με «μεγάλες λέξεις», σαν έναν ημιμαθή διανοούμενο που υποκρίνεται ότι είναι σοφός.
Σε μια ταινία με τέτοια διαλογική πυκνότητα κι ένα μόνο χώρο, οι δυο ηθοποιοί εκτίθενται απόλυτα, χωρίς ένα σημείο, ένα εύρημα, να κρυφτούν. Κι οι πρωταγωνιστές του «Malcolm & Marie» αποδεικνύονται εξαιρετικά σέξι, μεν, αλλά και αδύναμοι απέναντι σε μια τέτοια πρόκληση. Λιγότερο η Ζεντάγια, κι η ίδια ένα κορίτσι γεμάτο ανατροπές, η πάλαι ποτέ μικρή πριγκίπισσα του Disney Channel που διεκδίκησε και κατέκτησε ένα πολύ πιο φιλόδοξο εκτόπισμα. Ομως εδώ, παρότι τόσο πιο ώριμη, πιο γυναίκα, τα λόγια μοιάζουν πολύ βαριά για το λεπτοκαμωμένο κορμί της (η εμφάνισή της με το φόρεμα πρεμιέρας είναι πραγματικά αφοπλιστική), τα τσιγάρα που καπνίζει αρειμανίως, χωρίς ποτέ να κατεβάζει τον καπνό, ένα πρόσχημα καλλιτεχνικής, ρετρό ατμόσφαιρας, κάτι από γαλλικό σινεμά στα πρόχειρα κι όσο πιο δραματικός ο μονόλογος, τόσο πιο προσποιητό το πρόσωπο. Περισσότερο ο Τζον Ντέιβιντ Γουόσινγκτον, ο οποίος δεν μπορεί να στηρίξει μια σκηνή χωρίς να την κάνει να μοιάζει με παρωδία (ίσως γι' αυτό μας άρεσε στο «BlacKkKlansman», επειδή η ταινία είχε χιούμορ και γι' αυτό προδόθηκε από τη σοβαροφάνεια του «Tenet»), όπως «τρώει», παίζοντας τόσο δυνατά με το πιρούνι, τα μακαρόνια του, όπως το πρόσωπό του συσπάται σε γκριμάτσες όταν η ένταση ανεβαίνει. Διαβολεμένα σέξι, βέβαια κι οι δυο, όσες φορές κι αν το πούμε δεν φτάνουν.
Με μια μινιμαλιστική προσέγγιση, ο Σαμ Λέβινσον κι οι ηθοποιοί του θέλησαν να μιλήσουν για όλα, δηλαδή για τον έρωτα, την τέχνη και τη ζωή. Μέσα σ' αυτά, εκείνο που ξέχασαν είναι το συναίσθημα. Κι αυτό που, όπως τονίζει η Μαρί, είναι η μονάδα μέτρησης του καλού σινεμά. Η αυθεντικότητα. Στην προσπάθειά του να κάνει μια καλλιτεχνική ταινία, ο Λέβινσον κι οι ηθοποιοί του έχασαν την αλήθεια τους κι εμείς γρήγορα το ενδιαφέρον μας για όσα ζουν και τα πολλά που λένε.