Δεν υπάρχει άνθρωπος ο οποίος να μην γνωρίζει ποια είναι η Μαρία Κάλλας. Οπως μας βεβαιώνει όμως το ντοκιμαντέρ των Μιχάλη Ασθενίδη και Βασίλη Λούρα, αυτό δεν ήταν πάντοτε αλήθεια. Τα οκτώ χρόνια που η μεγάλη υψίφωνος έζησε στην Αθήνα, από το 1937 ως και το 1945, κρύβουν εμπειρίες ζωής και θανάτου, τραύματα και μεγάλα επιτεύγματα. Στέκονται ακόμη ως ένας θρίαμβος της εσωτερικής δύναμης και αντίστασης της Μαίρης Καλογεροπούλου, και ως μια προφητική εισαγωγή της μετέπειτα διεθνούς αναγνώρισής της, που της έχει χαρίσει ένα στάτους οριακά μυθολογικό.

Το 1937, 14 χρόνια μετά τη γέννησή της στη Νέα Υόρκη, η Μαίρη Καλογεροπούλου, συνοδευόμενη από τη μητέρα της, φτάνει στο λιμάνι της Πάτρας με το ιταλικό ατμόπλοιο «Saturnia». Το ίδιο έτος ξεκινά μαθήματα στο Εθνικό Ωδείο και η συμμαθήτριά της, η υψίφωνος Μαρίκα Παπαδοπούλου, μία από τους δεκάδες ανθρώπους του κύκλου της που μιλάνε στην κάμερα, την χαρακτηρίζει ένα «φωνητικό φαινόμενο».

Διαβάστε ακόμα τη συνέντευξη: Οταν η Κάλλας τραγουδούσε στην Κλαυθμώνος

Το 1939, ξεκινά να φοιτά στην τάξη της Ντε Ιντάλγκο στο Ωδείο Αθηνών, ενώ κάνει παράλληλα και μαθήματα υποκριτικής. Σημαντική ανάπτυξη στο ταλέντο και στη φωνή της Καλογεροπούλου διαδραματίζει η ίδρυση της Λυρικής Σκηνής το φθινόπωρο του 1939. Το όνομά της είναι οργανικά συνδεδεμένο με την Εθνική Λυρική Σκηνή, με την οποία υπογράφει το πρώτο επαγγελματικό συμβόλαιο ενώ είναι ακόμη μαθήτρια του Ωδείου Αθηνών, τον Ιούνιο του 1940, λίγους μήνες μετά την ίδρυσή της.

Στην Εθνική Λυρική Σκηνή, η Μαίρη Καλογεροπούλου συνεχίζει να ερμηνεύει σημαντικούς ρόλους μέχρι και το 1945. Εκεί θέτει τις βάσεις για τη μετέπειτα πορεία της και μια καριέρα που φαίνεται να τα συμπεριλαμβάνει όλα: από τις περιοδείες σε κεντρική και νότια Αμερική, μέχρι τη Μητροπολιτική όπερα της Νέας Υόρκης, τη Βασιλική όπερα του Λονδίνου και τη Σκάλα του Μιλάνου.

Ωστόσο, η έλευσή της στην Ελλάδα στα χρόνια της Κατοχής, σημαδεύτηκε από μία σειρά κακουχιών και κακοποιητικών συμπεριφορών, όπως η περιφρόνηση από την ίδια την οικογένειά της, ως λιγότερο ευπαρουσίαστη από την κομψή αδερφή της. Επίσης, το αμερικανικό φέρσιμό της και η ξενόφερτη προφορά της την έκαναν στόχο χλευασμού. Οι συμπεριφορές αυτές εντείνονταν φυσικά από ένα αίσθημα φθόνου, λόγω του τεράστιου ταλέντου της και της κολοσσιαίας φωνής της «εις όγκον και εις εκτασιν», όπως έλεγαν οι σύγχρονοί της.

Φυσικά, σημαδεύτηκε και από την πείνα και την ταλαιπωρία της κατοχής, αλλά και από τα δεκεμβριανά του ‘44. Μετά την απελευθέρωση, το ελληνικό κοινό την αντιμετωπίζει ως προδότρια η οποία τραγούδησε για τους Γερμανούς. Αυτό σηματοδοτεί την αρχή ενός μπαράζ γεγονότων που κάνουν τη Μαίρη Καλογεροπούλου να αρχίσει να σκέφτεται την φυγή της από την Ελλάδα και την αναγκάζουν να αναγεννηθεί, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά το ψευδώνυμο με το οποίο έμεινε στην ιστορία: Κάλλας. Λίγο καιρό αργότερα, φεύγει με το πλοίο «Stockholm» για τη Νέα Υόρκη, παίρνοντας την τύχη στα χέρια της.

Η ίδια είχε δηλώσει: «το αίμα μου είναι ελληνικό και αυτό δεν το σβήνει κανένας». Ωστόσο, οι δυσκολίες των αθηναϊκών χρόνων της αλλά και η σειρά μοχθηρών δημοσιευμάτων του ελληνικού τύπου μετά την επιστροφή της ως σταρ παγκοσμίου βεληνεκούς, την πικραίνουν βαθιά και, αναπόφευκτα, αραιώνουν και μειώνουν κατά πολύ το αίσθημα ελληνικότητάς της.

Το ντοκιμαντέρ των Μιχάλη Ασθενίδη και Βασίλη Λούρα είναι ένα πληρέστατο ντοκουμέντο για την εμβληματική Κάλλας, το οποίο φωτίζει αθέατες στιγμές της ζωής της. Οι σκηνοθέτες δεν παίρνουν ρίσκα στην κινηματογράφηση, παραδίδοντας ένα ντοκιμαντέρ πολύ κλασικό στη φόρμα του και τη δομή του, το οποίο καταλήγει να υιοθετεί χειμαρρώδη χαρακτήρα από την πληθώρα και την ποσότητα των πληροφοριών που επικοινωνεί. Είναι άλλωστε αδύνατο να χωρέσεις επτά ολόκληρα χρόνια από τη ζωή μιας τέτοιας φυσιογνωμίας σε κάτι λιγότερο από δύο ώρες.

Το «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα Αγνωστα Ελληνικά Χρόνια της Κάλλας» αν και κατά τόπους κατακλυσμιαίο, δικαιώνει την Κάλλας, το μαχητικό πνεύμα της και τον πληθωρικό χαρακτήρα της. Για την Μαρία Κάλλας, το τραγούδι δεν ήταν απλώς θέμα ταλέντου: λειτούργησε ως μια εσωτερική κραυγή η οποία έβρισκε δίοδο μέσω της φωνής της, για να μπορέσει να ξορκίσει τους δαίμονες της. Το ντοκιμαντέρ, βάσει στοιχείων και ενδελεχούς έρευνας, καταφέρνει να συγκινήσει στην παρουσίαση αυτής της ασύγκριτης φωνής και να φωτίσει με επιτυχία τη μετάβαση και την καλλιτεχνική ωρίμανση της Καλογεροπούλου στο οικουμενικό φαινόμενο Κάλλας.