Ο 30χρονος Λόρενς είναι ένας φιλόλογος που ζει μια φυσιολογική ζωή στον Καναδά της δεκαετίας του 80: είναι καθηγητής λογοτεχνίας και είναι ερωτευμένος με την κοπέλα του, Φρεντ. Μόνο που μία μέρα αποφασίζει να μοιραστεί μαζί της το μεγάλο του μυστικό: ο Λόρενς θέλει να ντύνεται με γυναικεία ρούχα, να αποκτήσει στήθος, να ξεκινήσει μία νέα σελίδα στην προσωπική του ιστορία. Εκείνος είναι έτοιμος για έναν καινούργιο κόσμο, αλλά είναι ο κόσμος έτοιμος για κάποιον σαν αυτόν;
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει να πει κάτι κάκο για τον Ξαβιέ Ντολάν. Για την υπέρμετρη φιλοδοξία του, την αλαζονική συμπεριφορά του, το φουσκωμένο του μαλλί σε τέλεια αναλογία με τον κωλοπαιδισμό του, το γεγονός πως είναι ένα κατασκεύασμα όχι γενικά του marketing αλλά του ίδιου του Φεστιβάλ των Καννών που μέχρις στιγμής έχει φιλοξενήσει και τις τρεις ταινίες του («Σκότωσα τη Μητέρα Μου» στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών, «Φανταστικές Αγάπες» στο Ενα Κάποιο Βλέμμα, «Laurence Anyways» στο Ενα Κάποιο Βλέμμα), ανακηρύσσοντας τον στο παιδί – θαύμα της εποχής μας.
Το πόσο λίγο τον νοιάζουν όλα τα παραπάνω το καταλαβαίνει κανείς από την ταχύτητα με την οποία γυρίζει τις ταινίες του (τρεις ταινίες μέσα σε τρία χρόνια), την αυτοπεποίθηση του όταν μιλάει στους δημοσιογράφους χτυπώντας κάτω από τη μέση τον ίδιο τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ που δεν τον επελέξε για το Διαγωνιστικό Πρόγραμμα, από τη μανία με την οποία πιστεύει ότι μπορέι να χειριστεί ένα τόσο δύσκολο θέμα όσο την ιστορία ενός άντρα που στα 35 του χρόνια αποφασίζει να γίνει γυναίκα.
Κι όμως, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, ο Ντολάν τα καταφέρνει σχεδόν το ίδιο όσο και ο ήρωας του στην ταινία. Η ματιά του πάνω στην αυτοδιάθεση των φύλων είναι εκτός από αρκούντως πολεμική και το ίδιο αρκούντως απαλλαγμένη από στερεότυπα. Ο Λόρενς θέλει να γίνει γυναίκα, το εξομολογείται στην γυναίκα που αγαπάει και ένα πρωί σαν όλα τα άλλα βάζει λίγο μέικ-απ και γυναικεία ρούχα και ξεκινάει τη δική του περιπέτεια σε έναν κόσμο που δεν έχει την παραμικρή διάθεση να τον αποδεχθεί.
Στην πραγματικότητα, το «Laurence Anyways» δεν είναι μια ταινία για την αλλαγή φύλου, αλλά για την επιθυμία ενός άνδρα να γίνει γυναίκα για να παραμείνει ερωτευμένος με τη γυναίκα της ζωής του. Και εκεί είναι που, ακόμη κι αν δεν θες καθόλου, παραδέχεσαι τον Ντολάν για την επιλογή της σεναριακής του ιδέας. Η ελάχιστη σημασία που δίνει στην ψυχολογική διαδρομή του ήρωα του, αντισταθμίζεται από την εκρηκτική σχέση με την κοπέλα του και την προσπάθεια ενός ζευγαριού να νικήσει την «αλλαγή» και να παραμείνει μαζί, κόντρα σε όλες τις πιθανότητες.
Δεν θα κατηγορούσαμε ποτέ τον Ξαβιέ Ντολάν γιατί είναι 23 χρονών και νιώθει – δικαιολογημένα - «king of the world». Μόνο που οι προθέσεις του, περισσότερο εδώ από τις δύο προηγούμενες ταινίες του, προδίδονται για ακόμη μια φορά από το νεαρό της ηλικίας του και την υπέρμετρη σιγουριά του πως μπορεί να κάνει μια ταινία – έπος για τη διαφορετικότητα.
Μετά τα 30 πρώτα λεπτά της ταινίας του – που διαρκεί 2 ώρες και 40 λεπτά! – ο Ντολάν θυσιάζει το δράμα για χάρη ενός επαναλαμβανόμενου βίντεο κλιπ, όπως ακριβώς θα μπορούσε κανείς να περιγράψει για παράδειγμα ολόκληρες τις πιο ποπ «Φανταστικές Αγάπες» του.
Οδηγώντας τον θεατή σε ένα εσωτερικό ταξίδι αυτογνωσίας που έχει να κάνει περισσότερο με την αίσθηση μιας ολόκληρης εποχής παρά με την αφηγηματική δύναμη ενός υπαρξιακού queer new wave μελοδράματος που χωράει μέσα της από τη nouvelle vague και το underground αμερικάνικο σινεμά μέχρι τη φιλοσοφία της γενιάς του MTV και την τρέλα ενός νεανικού ανεξέλεγχτου ρομάντζου για δύο διαφορετικούς εραστές στη μηχανή του χρόνου.
Το γεγονός πως το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας του διαδραματίζεται στα 80s μοιάζει να τον καυλώνει πιο πολύ από το πως ο Μελβίλ Πουπό προσπαθεί να διαχειριστεί έναν από τους δυσκολότερους ρόλους στην καριερά του και την καριέρα κάθε άνδρα ηθοποιού (και όχι ακριβώς πετυχημένα, τουλάχιστον όσο πετυχημένα λειτουργεί ως αντίβαρό του η εξαιρετική Σουζάν Κλεμάν).
Και το «Fade to Grey» των Visage και οι βάτες στα ταγιέρ του Λόρενς μοιάζουν να τον απασχολούν πιο πολύ από το να κρατήσει συγκεντρωμένο το βλέμμα του στην σπαρακτική ιστορία ενός ανθρώπου που απλά επέλεξε να είναι αυτό μέσα στο οποίο ένιωθε πιο ασφαλής, πιο ο εαυτός του, πιο ευτυχισμένος από ποτέ.
Χαμένη ευκαιρία ή όχι, ο Ντολάν μοιάζει να νοιάζεται γενικά λίγο και για το ίδιο το σινεμά. Αυτό που υποτίθεται ότι είναι η ζωή του. Με τον ίδιο τρόπο που αγνοεί τους κανόνες της ελάχιστης οικονομίας, (μη) μοντάροντας ο ίδιος την ταινία του και απλώνοντας την αφήγησή του μέχρι σημείου ενός έπους χωρίς επικές διαστάσεις, κάνοντας τελικά κάνει μια ταινία φόρο – τιμής στα 80s, όταν o ίδιος γεννήθηκε το 1989, ξαφνίαζοντας με το πως (νομίζει ότι) ξέρει ακριβώς τι σήμαινε να είσαι ένας άντρας που ήθελε να γίνει γυναίκα στην αλλαγή της δεκαετίας προς το 1990.
Μην το ψάχνετε. Οσο και να τον κατηγορούν, ο Ξαβιέ Ντολάν θα παραμείνει το ίδιο μικροκαμωμένο επηρμένο star child που ξέρει πως κάθε ταινία του θα προβληματίζει το Φεστιβάλ Καννών για το ποιο πρόγραμμα του θα την συμπεριλάβει.
Και συνεπακόλουθα προβληματίζει τον θεατή που δεν θα μπορέσει ποτέ να αποφασίσει αν αυτό που βλέπει είναι το έργο ενός πραγματικά εμπνευσμένου παιδιού – θαύματος που κάνει γοητευτικό καραμελωμένο σινεμά από τα πολύτιμα υλικά των μετεφηβικών φαντασιώσεών του ή ένα πυροτέχνημα φτιαγμένο για να φωτίσει το αυτοσχέδιο κινηματογραφικό πάρτι ενός δημιουργού που το νεαρό της ηλικίας του του επιτρέπει να συνεχίζει να ξενυχτάει ακόμη και όταν όλοι οι άλλοι έχουν πια επιστρέψει σπίτια τους.
Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη που έδωσε ο Ξαβιέ Ντολάν στο Flix.