Αντίθετα με ό,τι υπόσχεται ο μεγαλόστομος τίτλος του, το «Λινκολν» δεν είναι ούτε μια βιογραφία του Αβραάμ Λίνκολν, ούτε μια ιστορική ταινία – με ό,τι συνεπάγεται αυτό - για μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της Αμερικής.
Ακριβώς σε αυτήν την ανακολουθία βρίσκεται και το μεγαλείο ενός φιλμ που διεκδικεί αυτόματα μια θέση στις καλύτερες ταινίες του Στίβεν Σπίλμπεργκ και εν γένει στις σπουδαιότερες αμερικάνικες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ.
Βασισμένο στο σενάριο – κομψοτέχνημα του Τόνι Κούσνερ (βραβευμένου με Βραβείο Πούλιτζερ για το «Angels in America») το οποίο με τη σειρά του χρησιμοποιεί ούτε το ένα τέταρτο των σελίδων του βιβλίου της Ντόρις Κερνς Γκούντγουιν «Team of Rivals: The Political Geniues of Abraham Lincoln», το «Λίνκολν» αφηγείται τους τέσσερις τελευταίους μήνες της ζωής του 16ου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και τον προσωπικό του αγώνα να τερματίσει τον εμφύλιο, επιβάλλοντας ταυτόχρονα την 13η τροποποίηση του αμερικανικού συντάγματος για την κατάργηση της δουλείας.
Ο τρόπος που το κάνει o Σπίλμπεργκ είναι πρωτόγνωρος, αναπάντεχος, μνημειώδης, τόσο σε σχέση με όσα θα περίμενε κανείς από τον σκηνοθέτη που κάποτε γύρισε για το ίδιο θέμα το άστοχο «Amistad», όσο και από οποιονδήποτε θα καταπιανόταν με μια τόσο βαρυσήμαντη σελίδα της αμερικανικής ιστορίας και έναν από τους πιο θρυλικούς και ταυτόχρονα αγαπητούς Προέδρους της χώρας.
Το «Λίνκολν», όμως, βρίσκει τον Σπίλμπεργκ σε εκείνο το σημείο της ωριμότητας ενός μεγάλου δημιουργού όπου πλέον μπορεί να κοιτάξει κατάματα την ιστορία του και την Ιστορία της χώρας του, απομονώντας μόνο ό,τι είναι απολύτως σημαντικό.
Στο «Λίνκολν» δεν θα βρείτε ούτε θεαματικές μάχες από τον αμερικάνικο εμφύλιο, ούτε περιττές σκηνές πλήθους από αυτές στις οποίες αρέσκεται το Χόλιγουντ. Οσο και να ψάξετε δεν θα βρείτε στο «Λίνκολν» ίχνος επικής έπαρσης ή φορσέ πατριωτικής ανατάσης, σχεδόν θα ψάχνετε για να βρείτε τον ίδιο τον Λίνκολν όπως κάποιος μπορεί να τον φαντάζεται - ως έναν μεγαλοπρεπή ηγέτη και ως τον παντοδύναμο άνθρωπο που ένωσε την Αμερική και ελευθέρωσε τους σκλάβους, αλλάζοντας για πάντα την ιστορία αυτού του κόσμου.
Αντίθετα, στο «Λίνκολν» θα βρείτε ανθρώπους που παλεύουν με τον ίδιο τους τον εαυτό, με τα πάθη και τις αδυναμίες τους, κλεισμένους συνεχώς μέσα σε τέσσερις τοίχους, είτε αυτά είναι τα σκονισμένα δωμάτια του Λευκού Οίκου ή τα θορυβώδη έδρανα της Βουλής των Αντιπροσώπων. Θα βρείτε ενα Λίνκολν που κυκλοφορεί σαν φάντασμα στο ημίφως του γραφείου του καθώς μακριά από πεδίο της μάχης πολεμάει μόνος του με το παρελθόν και το παρόν του και ταυτόχρονα έναν στοργικό πατέρα και γεμάτο κατανόηση σύζυγο. Θα βρείτε τους υπέρμαχους της μιας και της άλλης πλευράς πάνω στο ζήτημα της απελευθέρωσης των σκλάβων σε ένα αιματοκύλισμα καλά ριζωμένων προκαταλήψεων. Θα βρείτε έναν Σπίλμπεργκ που κατεβάζει τους τόνους του θεάματος για να ανεβάσει το ρυθμό σε έναν σχεδόν στα όρια της φαντασίας εμφύλιο ενός λαού με τον χειρότερό του εαυτό.
Χωρίς μελοδραματισμό, χωρίς ίχνος διδακτισμού ή διάθεσης αγιοποίησης του ήρωά του, με χιούμορ και μια διάχυτη ατμόσφαιρα μελαγχολίας, με το βλέμμα του στις διαστάσεις των ανθρώπων και όχι των μύθων, ο Σπίλμπεργκ σκηνοθετεί στην πραγματικότητα ένα από τα πιο συναρπαστικά και διαχρονικά πολιτικά θρίλερ που γυρίστηκαν ποτέ, επιλέγοντας τις «μικρές» ιστορίες «μεγάλων» ανθρώπων για να αναδείξει την ακατάσχετη διαφθορά που κινούσε ανέκαθεν τους κρατικούς μηχανισμούς, τη δυσκολία της ορθής πολιτικής διαχείρισης των μεγάλων εθνικών κρίσεων, το αδιέξοδο των μεγάλων ιδεολογιών, την υπεράνθρωπη πάλη ενός ανθρώπου να ξεπεράσει τον εαυτό του και την εποχή του.
Ισως ο μοναδικός τρόπος για να περιγράψει κανείς τα πολύτιμα 150 λεπτά του «Λίνκολν» είναι με τους όρους ενός blockbuster κατασκευασμένου από την ανάποδη.
Οι εκρήξεις εδώ δεν είναι από πυρίτιδα αλλά φτιαγμένες από λόγια που ανταλάσσονται τραυματίζοντας θανάσιμα καθώς το χάος που επικρατεί σε ολόκληρη την Αμερική μεταφέρεται σε μικρογραφία μέσα στην καθημερινότητα του Λευκού Οίκου. Η δράση είναι χτισμένη πάνω σε ένα σασπένς που κόβει την ανάσα, καθώς παρακολουθείς σε παράλληλη δράση το δίλημμα του Λίνκολν ανάμεσα στο να τερματίσει τον πόλεμο και στο να προλάβει να ορίσει τη λήξη του με την ψήφιση της 13ης τροποποίησης, την ίδια στιγμή που ξέρεις ακριβώς τι θα συμβεί στο φινάλε - ίδιον των πραγματικά μεγάλων ταινιών. Η ένταση βρίσκεται στην υποβλητική θαμπή φωτογραφία του Γιάνους Καμίνσκι που σκεπάζει την αφήγηση σαν να επρόκειτο για την εικονογράφηση ενός βιβλίου που από τις σελίδες του αναδύεται ζωντανή και σύγχρονη η γλαφυρότητα των γεγονότων. Τα ειδικά εφέ δεν είναι άλλα από τις ερμηνείες πρωτίστως του μέγιστου Ντάνιελ Ντέι Λίουις (ο Λίνκολν του είναι κουρασμένος, μελαγχολικός, αστείος, μεγαλειώδης, κυρτός σαν να κουβαλάει πάνω του το βάρος όλου του κόσμου) και του σπουδαίου Τόμι Λι Τζόουνς (σχεδόν στον καλύτερο ρόλο της καριέρας του) και δευτερευόντως της Σάλι Φιλντ και του Ντέιβιντ Στραδέρν, αλλά και όλου του εξαιρετικά διαλεγμένου καστ.
Πέρα όμως από αριστοτεχνική, συναρπαστική, κινηματογραφικά άρτια και εντέλει κλασική, το «Λίνκολν» είναι κυρίως μια ταινία σημαντική όχι τόσο για τον Σπίλμπεργκ, το σινεμά ή την Αμερική, αλλά κυρίως για την τρομακτική επικαιρότητα αυτού που με τόσο σπουδαίο, χαμηλότονο κι όμως οργισμένο, μελαγχολικό κι όμως λυτρωτικό, επιτακτικό και όμως τελικά αναγκαίο τρόπο διακηρύσσει: το πως ένας πραγματικός ηγέτης οφείλει να ηγείται γνωρίζοντας πρωτίστως την εξουσία που του προσδίδουν οι αδυναμίες του και το πως ο αγώνας για την κατάκτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα παραμένει πάντα ο μοναδικός δρόμος για την ελευθερία.