Γυρισμένο στην χερσόνησο Κόλα της βορειοδυτικής Ρωσίας, το φιλμ του Σβιάγκιντσεφ («Elena») ξεκινά με μια σειρά πλάνων τόσης ομορφιάς που σχεδόν κάνει τα γόνατά σου να λυγίζουν: Το μεγαλείο μιας φύσης που μοιάζει άχρονη και μυστικιστική, συνοδευόμενη από την μουσική του Φίλιπ Γκλας μας εισάγει σε έναν τόπο που είναι σπαρμένος με κουφάρια από πλοία και θαλάσσια κήτη.
Εκεί ο ήρωας του, ο Κόλια, ένας μεσήλικας άντρας του οποίου η οικογένεια ζούσε στον ίδιο τόπο για ολόκληρες γενιές, έχει την τύχη και την ατυχία το σπίτι του είναι χτισμένο σε ένα σημείο το οποίο ο δήμαρχος της μικρής του πόλης, θέλει με κάθε τρόπο να αποκτήσει. Προσπαθώντας να αντισταθεί στην απαλλοτρίωση της περιούσιας του, ο Κόλια θα ζητήσει την βοήθεια ενός φίλου του από τον στρατό, δικηγόρου που ζει στη Μόσχα, ο οποίος θα έρθει στην πόλη για να καταθέσει έφεση στην απόφαση του δικαστηρίου.
Θα μείνει στο σπίτι του Κόλια, μαζί με την δεύτερη όμορφη γυναίκα του και τον γιο του από τον πρώτο του γάμο, θα συναναστραφεί τους φίλους του, έναν αστυνομικό της τροχαίας και την γυναίκα του και μαζί του θα γνωρίσουμε κι εμείς την ζωή σε αυτόν τον τόπο που δείχνει ένα μικρότερης κλίμακας πορτρέτο της σύγχρονης Ρωσίας. Ο παντοδύναμος δήμαρχος που δεν διαφέρει καθόλου από έναν σύγχρονο γκάνγκστερ με κοστούμι, η υποκρισία της εκκλησίας που νομιμοποιεί και «συγχωρεί» τη δύναμή του, η παραίτηση των απλών ανθρώπων, η αδιέξοδη ύπαρξή τους, η νάρκωση τους με το ασταμάτητο ποτό, αυτά ορίζουν την ζωή στην μικρή τους πόλη.
Κι όμως το φιλμ του Σβιάγκιντσεφ στο πρώτο του μέρος είναι απρόσμενα αστείο, μια κυνική σάτιρα της κατάμαυρης αυτής πραγματικότητας που σε κάνει να γελάς ακόμη κι αν αφήνει μια πικρή γεύση στο στόμα. Ομως καθώς η ώρα περνά και στα 142 λεπτά της ταινίας συσσωρεύονται σκηνές και γεγονότα, οι αιχμές του φιλμ γίνονται όλο και πιο επώδυνες, η πραγματικότητα δείχνει τα ματωμένα δόντια της και οι ήρωες στριμώχνονται όλο και πιο άβολα σε μια γωνία από την οποία δεν μπορούν να ξεφύγουν, τόσο εξ αιτίας των δικών τους πράξεων όσο και μέσα από πράγματα που δεν μπορούν να ελέγξουν.
Ετσι το «Leviathan» αποκτά την υφή όχι μόνο ενός προσωπικού δράματος -κάτι σαν τις δοκιμασίες του βιβλικού Ιώβ, στην ιστορία του αναφέρεται ένας ιερέας που μιλά στον ήρωα- αλλά κι ένα από τα πιο αιχμηρά κατηγορώ που είδαμε ποτέ στην οθόνη απέναντι στο κράτος και την εκκλησία, μορφές εξουσίας και καθοδήγησης που στη Ρωσία του σήμερα (αλλά δυστυχώς όχι μόνο εκεί) έχουν χάσει τον ρόλο του συμπαραστάτη κι έχουν πάρει αυτόν του εχθρού του απλού πολίτη.
Κάπως έτσι ο τίτλος του φιλμ απηχεί τόσο το ομώνυμο βιβλίο του Τόμας Χόμπς «Λεβιάθαν» για την αναγκαιότητα ύπαρξης του Κράτους ως σταθεροποιητικού παράγοντα της ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά και το βιβλικό τέρας («μπορείς να σύρεις τον Λεβιάθαν, με αγκίστρι;» ρωτά ο Θεός τον Ιώβ θέλοντας να του δείξει ότι υπάρχουν πράγματα και δυνάμεις που δεν μπορεί να νικήσει ή να κατανοήσει), μόνο και μόνο για να καταδείξει μέσα από την αφήγησή του το πόσο απέχει η θεωρία από την πράξη στον σύγχρονο κόσμο.
Από αυτή την άποψη του φιλμ του Σβιάγκιντσεφ, μοιάζει όχι με μια ταινία κοινωνικού ρεαλισμού, αλλά με μια ταινία κοινωνικής ποιητικότητας, ακόμη κι αν αυτή είναι σκοτεινή κι απαισιόδοξη. Δεν παύει όμως να είναι συναρπαστική, άμεσα συνδεδεμένη με την πραγματικότητα και κατά στιγμές ιδιοφυώς απολαυστική: Στην διάρκεια ενός πικνικ στο οποιο οι πρωταγωνιστές πίνουν ασταμάτητα και πυροβολούν με όπλα που δεν έπρεπε να έχουν στα χέρια τους, ένας από αυτούς βάζει σαν στόχους πορτρέτα παλιών ηγετών της χώρας, από τον Λένιν ως τον Μπρέζνιεφ. Οχι νεότερων γιατί όπως λέει «χρειάζεται να περάσει λίγος χρόνος για να αποκτήσεις μια ξεκάθαρη εικόνα της ιστορίας».
Η ψυχή των ανθρώπων της Ρωσίας και η καρδιά του κτήνους που είναι το κράτος και τα κέντρα εξουσίας ανοίγεται διάπλατα μπροστά σου σε ένα φιλμ που διαγράφει στην διάρκειά του μια ολοκληρωμένη κυκλική διαδρομή (παγιδεύοντας τον ήρωά του σε έναν φαύλο κύκλο) αλλά και προσφέροντας σου μια σπουδαία κινηματογραφική εμπειρία γεμάτη αλήθεια και μεγαλείο, ένα έργο υπέροχων φιλοδοξιών αλλά πάντα στο μέτρο του ανθρώπου, μια ταινία που επιβεβαιώνει τη θέση του Σβιάγκιντσεφ ανάμεσα στους μεγαλύτερους σκηνοθέτες των ημερών μας.
Διαβάστε ακόμη: