Η Γουέντι είναι μια συγγραφέας που ο σύζυγος της μόλις την εγκατέλειψε για μια νεότερη γυναίκα- ο Νταρβάν είναι ένας γλυκομίλητος ταξιτζής από την Ινδία που είναι έτοιμος να παντρευτεί με προξενιό. Καθώς η Γούεντι προσπαθεί να κερδίσει και πάλι την ανεξαρτησία της, συναντά ένα εμπόδιο ιδιαίτερα κοινό στους Νεοϋρκέζους: δεν ξέρει να οδηγεί. Θα προσλάβει τον Νταρβάν για να της μάθει, κι όσο εκείνος της δείχνει πως να κρατά το τιμόνι, εκείνη του δείχνει πως να προσεγγίζει τις γυναίκες. Μία απρόσμενη φιλία τους φέρνει κοντά στη χαρά, το χιούμορ και την αγάπη που βρίσκεις όταν ξεκινάς τη ζωή σου από την αρχή.
H άχρωμη μέχρι και αδιάφορη πλεόν φιλμογραφία της Ιζαμπέλ Κοϊσέτ (με καλύτερη στιγμή της το «My Life Without Me» του 2003) δεν παίρνει χρώμα ούτε από τη δεύτερη συνεργασία της εδώ με τον Μπεν Κίνγκσλεϊ και την Πατρίσια Κλάρκσον (μετά το «Elegy» του 2008) σε ένα μικρό νεοϋορκέζικο φιλμ για τις δεύτερες ευκαιρίες στη ζωή που αξίζει να συγκρατήσεις μόνο για τον τρόπο που οι δυο πρωταγωνιστές του κάνουν ό,τι μπορούν για να το σώσουν από την απόλυτη αδιαφορία...
Βασισμένο σε ένα άρθρο του New Yorker, το σενάριο του «Μαθήματα Οδήγησης» δε διαθέτει ούτε την ελάχιστη διακριτικότητα για να μην καταδείξει σε κάθε πιθανή ευκαιρία το προφανές πως τα μαθήματα του τίτλου δεν είναι παρά μαθήματα ζωής, ενώ επιπρόσθετα αγωνιά να μας κάνει να συμπαθήσουμε τον «ξένο» Ινδό, ο οποίος αν και Αμερικάνος πολίτης παραμένει δέσμιος του χρώματος του, των πολύχρωμων τουρμπάν που φοράει και της κλειστής κοινότητας με την οποία αναγκαστικά ζει.
Οσο κι αν μοιάζει αδύνατον να μην παρασυρθείς από την πηγαία ερμηνευτική γενναιοδωρία του Μπεν Κίνγκλσεϊ και την σαρωτική δραματική κομεντί που εκτελεί από μόνη της η Πατρίσια Κλάρκσον, είναι ελάχιστες οι σκηνές μεταξύ τους που πυροδοτούν κάτι περισσότερο από «τηλεοπτικά» αισθήματα, καθώς είσαι σίγουρος σχεδόν από τα πρώτα λεπτά για τον τρόπο με τον οποίο θα εξελιχθεί η ιστορία μεταξύ τους.
Φορτωμένο με σοφιστείες – που ο Κίνγκσλεϊ προσπαθεί συνεχώς να πλασάρει σαν να μην είναι ό,τι πιο αφελές έχεις ξανακούσει δεκάδες φορές στο σινεμα και με νευρώσεις που η Κλάρκσον σώζει από το να μην αγγίξουν τα όρια της υστερίας, το φιλμ της Κοϊσέτ «κόβεται» ήδη από το πρώτο μάθημα ακριβώς επειδή θεωρεί πως κρατώντας χαμηλούς τόνους θα καταφέρει να αναδείξει τη μεγάλη του ψυχή.
Χωρίς καμία ένταση, όμως, χωρίς καν μια σκηνή που να μετατρέπει αυτήν την παράδοξη συνάντηση αυτών των δύο ανθρώπων σε κάτι πραγματικά σημαντικό, με μια απούσα Νέα Υόρκη που υπό άλλες συνθήκες θα πρωταγωνιστούσε για να γίνει το μαγικό κινηματογραφικό σκηνικό μιας νέας αρχής και με τη Θέλμα Σκουνμέικερ (τη θρυλική, μόνιμη μοντέζ του Μάρτιν Σκορσέζε) να αναλαμβάνει διεκπεραιωτικά το μοντάζ προκειμένου να γλιτώσει από τις ήδη αρκετές κακοτοπιές μιας άχρωμης σκηνοθεσίας, ό,τι απομένει σε αυτά τα «Μαθήματα Οδήγησης» είναι μια ακόμη επιβεβαίωση για το υπερεκτιμημένο ταλέντο της Ισπανίδας Κοϊσέτ και η διαπίστωση πως ακόμη και δύο σπουδαίοι ηθοποιοί δεν μπορούν να σώσουν μια διαδρομή φτιαγμένη για να μην αφορά σχεδόν ούτε τους ηρωές της.