Παράθυρα ολόγυρα - και άνθρωποι εγκλωβισμένοι από τις επιλογές τους ή, ακόμα περισσότερο, απ' όσα επέλεξαν να μην κάνουν. Ο Γερμανός Γιαν-Ολε Γκέρστερ, στη δεύτερη ταινία του μετά το «Oh Boy», επίσης βραβευμένη, όπως και η πρώτη, στο Κάρλοβι Βάρι, δανείζεται τους συμβολισμούς του εξπρεσιονισμού που γεννήθηκε στη χώρα του, για να τους μεταφράσει σ' ένα φιλμ σύγχρονο, απαλότερο, μινιμαλιστικό, αγκιστρωμένο στην ψυχαναλυτική θεωρία, χωρίς, όμως, να το φωνάζει. Χωρίς να φωνάζει τίποτα, παρά ένα υπέροχο, σιωπηλό «βοήθεια».
Η Λάρα γιορτάζει τα 60ά γενέθλιά της. Μάλλον, σήμερα είναι τα 60ά γενέθλια της Λάρα αλλά δεν έχει κανέναν κοντά της για να τα γιορτάσει. Ο γιος της, Βίκτορ, έχει απόψε ρεσιτάλ, παρουσιάζει την πρώτη δική του σύνθεση. Η Λάρα, με «ήπια πίεση», τον ώθησε να γίνει πιανίστας, όμως δεν είναι καλεσμένη στη συναυλία. Σε μια εικοσιτετράωρη διαδρομή της στις γειτονιές του Βερολίνου, βιαστική χωρίς λόγο, νευρική χωρίς ανάπαυλα, σε μια πορεία που διακόπτεται από σύντομες συναντήσεις ή δουλειές, η Λάρα στήνει τη σκηνή για τη βραδινή παράσταση.
Σαν άλλος Πουαρό μιας άγνωστης Αγκαθα Κρίστι, η Λάρα αγοράζει τα τελευταία είκοσι εισιτήρια για τη συναυλία και τα μοιράζει σε λίγο γνωστούς ή και τελείως άγνωστους ανθρώπους. Ολοι μαζί θα συγκεντρωθούν στο ρεσιτάλ για τη μεγάλη αποκάλυψη του ενόχου. Ποιας αμαρτίας και για ποια τιμωρία; Αυτά είναι τα στοιχεία που σιγά-σιγά, αφαιρετικά, ο Γκέρστερ θ' αποκαλύψει στο θεατή, χωρίς ευκολίες, αφήνοντάς τον να γεμίσει τα κενά με τις προσωπικές του αναφορές.
Η Λάρα δεν είναι καλά - το γνωρίζεις από την πρώτη κιόλας σκηνή της ταινίας, σκόπιμα υποτονισμένη, το ψυχανεμίζεσαι σε κάθε της νέα συνάντηση, όταν όλοι τη ρωτούν, με μια παραπάνω συγκατάβαση ή περιέργεια, αν «τώρα αισθάνεται καλύτερα». Αυτή τη γυναίκα, ο Γκέρστερ καδράρει στο κέντρο μιας πόλης, πανέμορφης και πολύβοης, της οποίας δεν αποτελεί μέρος. Μοναχική, σημειώνει στο μπλοκάκι της το δικό της σενάριο ζωής, για να είναι μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας σίγουρη πως τα πράγματα θα πάνε όπως τα θέλει, για ν' αποφύγει τη μεγάλη αποτυχία, όπως έκανε πάντα.
Τη Λάρα χρησιμοποιεί τελικά, ο Γκέρστερ, για να μιλήσει όχι για τόσο για μια μητρική αγάπη χωρίς ίχνος στοργής, αλλά για τον τρόμο απέναντι στην κριτική, ή και στην επιτυχία. Μια γυναίκα, τεντωμένη από τις εσωτερικές συγκρούσεις της ένα χιλιοστό πριν σπάσει, γίνεται το όχημα για ένα σχόλιο πάνω στην ίδια τη δημιουργία και το θάρρος που απαιτεί. Το βάρος αυτό επωμίζεται (με το θάρρος που απαιτείται) η Κορίνα Χάρφουκ, ηθοποιός κυρίως του θεάτρου και της τηλεόρασης, σ' ένα ρόλο που δεν μπορείς να μην σκεφτείς ότι θα ταίριαζε γάντι στην Ιζαμπέλ Ιπέρ, όχι μόνο εξαιτίας της όμοιας κουπ στα μαλλιά και της συνειρμικής αναφοράς στη «Δασκάλα του Πιάνου», αλλά κι αυτής της ετοιμόρροπης ισορροπίας ανάμεσα στη λογική και την παράνοια. Κι όμως η Χάρφουκ χτίζει ιδανικά την ηρωίδα της, παίζοντας με το διακρώς μεταλλασσόμενο βλέμμα της, από την προσποίηση του απόλυτου ελέγχου, ως την καθηλωτική απορία μπροστά στη ζωή που, εγγυημένα, παίρνει τις δικές της αποφάσεις.
Καθώς το φιλμ, στην επεισοδιακή πορεία του, κρατά καλά φυλαγμένο το μυστικό του, διατηρώντας μια υπόγεια, ανησυχητική αγωνία, όταν, τελικά, έρθει η «αποκάλυψη», επιβεβαιώνοντας τις μαντικές ικανότητες του θεατή, μοιάζει προφανής, ή δοσμένη με προφανή τρόπο, στερώντας από τη δύναμη ενός δραματικού φινάλε. Ομως κι ο Γκέρστερ δεν κάνει θρίλερ, ή μυστήριο αλά Αγκαθα Κρίστι - κάνει μια ταινία που καταδεικνύει ότι τα ανθρώπινα μοτίβα επαναλαμβάνονται, με ακρίβεια και σιγουριά, κάθε φορά, διαλύοντας την ανθρώπινη δυναμική εις τα εξ ων συνετέθη, βάζοντας εμπόδια που λίγοι και ξεχωριστοί μπορούν, τελικά, να υπερβούν.