Η θρυλική φυλακή La Maca στην Ακτή του Ελεφαντοστού είχε κατασκευαστεί για να στεγάσει 1500 κρατούμενους, αλλά σήμερα φιλοξενεί περισσότερους από 5000 ανθρώπους που ζουν σε ένα συγκρότημα που βρίσκεται στο κέντρο ενός εθνικού πάρκου, περιτριγυρισμένου από τη ζούγκλα, που στο κέντρο του βρίσκεται ένας λαβύρινθος που ξεκινάει από το κέντρο, μια μεγάλη αίθουσα όπου συγκεντρώνονται όλοι οι κρατούμενοι και χάνεται μέσα από δαιδαλώδεις διαδρόμους στο χάος.
Στην πραγματικότητα, η φυλακή διοικείται από τους ίδιους τους κρατούμενους που, σε μια μικρογραφία μιας κοινωνίας, προσπαθούν να επιβάλλουν τους δικούς τους νόμους, κυρίως να επιβιώσουν. Ή ιδανικά να μην ξεχαστούν σε ένα κόσμο που τους αντιμετωπίζει περισσότερο ως μια ανθρώπινη φυλή που δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να βρει τη θέση της στον ελεύθερο κόσμο.
Ο Μαυρογένης, κραταιός μέχρι πρότινος αρχηγός της φυλακής, βλέπει τα γένια του να ασπρίζουν και τις αντοχές του να εξαντλούνται. Σύμφωνα με το τελετουργικό, θα πρέπει να αποσυρθεί, να βρει το διάδοχό του και μετά να αυτοκτονήσει. Θα τον βρει σε έναν νεαρό που φτάνει μόλις στις φυλακές, θα τον ονομάσει Ρομάν (που στα γαλλικά σημαίνει μυθιστόρημα) και θα του αναθέσει μια δύσκολη αποστολή: κάθε βράδυ και όσο διαρκεί το κόκκινο φεγγάρι θα πρέπει να αφηγείται ιστορίες μέχρι που ξημερώνει. Και το ίδιο και την επόμενη μέρα και την επόμενη. Αν τα καταφέρει θα γίνει ο διάδοχος του «θρόνου». Αν όχι, θα χάσει τη ζωή του ως άλλη Σεχραζάτ από τις «Χίλιες και Μια Νύχτες».
Ο,τι ξεκινάει ως μια παράδοξη παραβολή πάνω στην εξουσία υπαγορευμένη και από τον ίδιο τον τίτλο της δεύτερης (μετά το «Run» που είχε κάνει πρεμιέρα στο Ενα Κάποιο Βλέμμα των Καννών το 2014) ταινίας του καταγόμενου από την Ακτη του Ελεφαντοστού Φιλιπ Λακότ, γίνεται γρήγορα μια συναρπαστική εικονογράφηση των πιο διακριτών αντιθέσεων που εκ των πραγμάτων προκαλεί η εικόνα δεκάδων κρατουμένων συγκεντρωμένων γύρω από έναν «παραμυθά», με την ατμόσφαιρα να μυρίζει βία, ιδρώτα και ανδρικό πόθο σε σχεδόν ισόποσες αλλά σε κάθε περιπτωση απαγορευμένες δόσεις.
Στην κόψη του ρεαλισμού με τη μυθοπλασία, αλλά κυρίως της αλήθειας και του θρύλου, η «Νύχτα των Βασιλιάδων» δεν αργεί να μεταφερθεί στη σφαίρα του μύθου, με την πρωτόγνωρη και συχνά ανεξέλεγχτη τόλμη ενός θαρραλέου δημιουργού.
Δεν είναι μόνο οι σκηνές της ιστορίας από το παρελθόν που αφηγείται ο Ρομάν που καταφέρνουν να ενσωματώσουν την παράδοση της Ακτής του Ελεφαντοστού μέσα στο πεζό περιβάλλον των φυλακών (με έξτρα μπόνους τα απίθανα ειδικά εφέ), ούτε μόνο οι μικρές απροσδόκητες στιγμές ποίησης που μοιάζουν να αναδύονται μέσα από την πιο σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης κατάστασης.
Η πρωτοτυπία της ταινίας του Φιλίπ Λακότ και συνεπακόλουθα η δύναμή της, έγκειται στο γεγονός ότι δεν φοβάται να τοποθετήσει στο πιο αταίριαστο μέρος μια μεταφορά πάνω στη δύναμη της αφήγησης και του ίδιου του θεάτρου ή του σινεμά (παραπέμποντας στο «Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει» των Πάολο και Βιτόριο Ταβίανι), κρατώντας αλώβητο τον ιμπρεσιονισμό με τον οποίο τελικά ολοκληρώνει ένα παραμύθι για τη διατήρηση της μνήμης, τα προφορικά αρχεία, τις πρωταρχικές έννοιες όπως αυτή της ελευθερίας που πρέπει να μπορέσουν να αρθρωθούν πριν αποκτήσουν το πραγματικό τους νόημα.