Ο Σεμπάστιαν είναι ένας 35χρονος πιανίστας στο σύγχρονο Λος Αντζελες. Τίποτα όμως δεν είναι σύγχρονο στο μυαλό και την καρδιά του: η ζωή του κυλά σε άμετρο τέμπο – όπως η free jazz που λατρεύει. Φοράει 50ς κουστούμια, οδηγεί vintage αυτοκίνητο και κουβαλά τον εαυτό του μοναχικά, μελαγχολικά και πεισμωμένα. Δε θα συμβιβαστεί με τα jingle tunes των piano bars που μπορούν να πληρώσουν το νοίκι του. Θα παραμείνει εμμονικά πιουρίστας στην τέχνη του, φτωχός και ρομαντικός («γιατί λέμε αυτή τη λέξη σαν να είναι βρισιά πλέον;»). Αποκλεισμένος στο άδειο του διαμέρισμα, παρέα με στιβαγμένα βινύλια, αφίσες ιστορικών jazz joints, συλλεκτικά μεμοραμπίλια (όπως το σκαμπό του πιανίστα Χόγκι Καρμάικλ) και τα όνειρά του να ανοίξει το δικό του μαγαζί, όπου οι τζαζίστες θα μπορούν να τζαμάρουν «ό,τι θέλουν, όπως το θέλουν κι όποτε θέλουν».
Η Μία είναι ένα ακόμα κορίτσι που παράτησε σπουδές και πατρικό στην ενδοχώρα για να ακολουθήσει υπνωτισμένη τους προβολείς του Hollywood sign. Και κατέληξε μία ακόμα νεαρή σερβιτόρα που ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός. Το πρωί ετοιμάζει καφέδες και τα απογεύματα τρέχει ξεψυχισμένη σε ακροάσεις μπροστά από βαριεστημένους casting directors σε ψυχρά δωμάτια που σου παγώνουν το αίμα και βάζουν στον πάγο στα όνειρά σου. «Δωμάτια με εκατοντάδες κορίτσια ακριβώς σαν και μένα. Αλλά... πιο όμορφα, πιο ψηλά, πιο ταλαντούχα».
Οι δυο τους θα συναντηθούν εκεί, στις ανηφόρες των χολιγουντιανών λόφων, όσο αγκομαχούν να αποδείξουν ότι θα τα καταφέρουν - έστω και ασθμένοντας. Κι αυτό το ανεξήγητα μαγικό έχει ο έρωτας: σκεπάζει με ένα πέπλο αστρόσκονης την πραγματικότητα, θαμπώνει το βλέμμα με παστέλ φίλτρα, κάνει το βήμα σου χορευτικό, στο ρυθμό μίας ασίγαστης ευτυχίας, καθώς όλα τα αδύνατα φαντάζουν πια δυνατά. Και η πόλη του Λος Αντζελες (L.A. Land) μετατρέπεται σε ουτοπικό σκηνικό ενός la la land μιούζικαλ. Ναι, είσαι ευτυχισμένος. Είσαι ζωντανός. Ή, ακόμα καλύτερα, είσαι, επιτέλους, πρωταγωνιστής της ταινίας της ζωής σου.
Δύο χρόνια μετά το «Χωρίς Μέτρο» («Whiplash»), ο 31χρονος Ντάμιεν Σαζέλ επιστρέφει με ένα παράτολμο κινηματογραφικό στοίχημα. Μέσα στον κυνισμό των ημερών (εντός κι εκτός οθόνης) εκείνος καταθέτει ένα αμετανόητα ρομαντικό μιούζικαλ – τόσο αυθεντικό (δεν είναι βασισμένο σε κάποιο δοκιμασμένο θεατρικό, αντιθέτως, ο ίδιος υπογράφει το σενάριο), όσο και πειθαρχημένο στις νοσταλγικές, ρετρό νόρμες του Βινσέντε Μινέλι και του Ζακ Ντεμί. Αυτές που θέλουν τα ζευγάρια να φωτίζονται από το μούχρωμα του σινεμασκόπ ουρανού ή τις κίτρινες λάμπες των δρόμων, να τραγουδούν με ατόφια μεταδοτική χαρά και να χορογραφούν τις κλακέτες τους σε πλήρη αρμονία με το χτύπο της καρδιάς μας που παρακολουθεί μαγεμένη.
Ναι, αυτός είναι ο απώτερος σκοπός του Σαζέλ: θέλει να μας κάνει κομμάτι της ξεχασμένης κινηματογραφικής εμπειρίας. Αυτής που βουρκώνει το βλέμμα και κόβει την ανάσα. Να δημιουργήσει το ασφαλές περιβάλλον και την υπόσχεση ότι για 128 λεπτά θα ξεχάσουμε ό,τι μας περιμένει έξω από την σκοτεινή αίθουσα και θα θυμηθούμε γιατί είμαστε ερωτευμένοι με αυτόν(ην) που κάθεται δίπλα μας, με τον ίδιο τον έρωτα, τα όνειρα και, φυσικά, με το σινεμά.
Και, πιστέψτε μας, ο έρωτας του θεατή με το «La La Land» είναι κεραυνοβόλος, συμβαίνει κυριολεκτικά με την πρώτη ματιά: από την πρώτη σεκάνς (ένα κλείσιμο ματιού που ξεκινά από τα «Κορίτσια του Ροσφόρ» και τερματίζει απενοχοποιημένα στο «Grease»), όπου ένα κυκλοφοριακό πρωινό μποτιλιάρισμα στις λεωφόρους του Λος Αντζελες μετατρέπεται σε μουσικοχορευτικό νούμερο μαγικού ρεαλισμού - με την κάμερα του Σαζέλ να μπαινοβγαίνει αβίαστα και κεφάτα μέσα κι έξω από αυτοκίνητα κι ανάμεσα στους οδηγούς σε ένα καλοδουλεμένο, ευφάνταστο... μονοπλάνο.
Με διευθυντή φωτογραφίας τον Λάινους Σάντγκρεν, ο Σαζέλ χρησιμοποιεί συχνά μονοπλάνα όσο σε περιηγεί με αυτοπεποίθηση σε όλα τα κλισέ, αλλά το κάνει με τέτοια βιρτουοζιτέ που καταλήγεις να συγκινείσαι: τα Old Hollywood έντονα κόκκινα, κίτρινα, μπλε χρώματα των σκηνικών και των ρούχων, η τουριστική σχεδόν ξενάγηση στα κομμάτια του Λος Αντζελες που έχεις αγαπήσει από το κλασικό σινεμά, το γοητευτικά παλιομοδίτικο mood των ανύπαρκτων πλέον jazz clubs, η μη-ρεαλιστική απεικόνιση των ηρώων ως ακαταμάχητο ρετρό ζευγάρι, αγκαλιασμένο σε αέναα cheek-to-cheek χορευτικά. Ολα στο κάνουν ξεκάθαρο: βρίσκεσαι σε ταινία. Σ' ένα μαγεμένο σύμπαν φτιαγμένο από 35άρι σελιλόιντ, αποτυπωμένο σε πανοραμικό 2.52 Χ 1 τεχνικολόρ, όπου όλα γλιστρούν γλυκά σε σιδηρόδρομους για να φτάσουν στο κοντινό σου ή για να απογειωθούν με γερανό σε μαγεμένους νυχτερινούς ουρανούς. Τι ωραία. Εδώ να μείνουμε για πάντα.
Πώς τα καταφέρνει όμως; Αν ένα μουσικό νούμερο που προκύπτει μέσα στη φιξιόν δράση ήταν έτσι κι αλλιώς πάντα ψεύτικο, ακόμα και στα 50ς και στα 60ς αποτελούσε μία δύσκολη σύμβαση, το 2016 μοιάζει αδύνατο να το πετύχεις χωρίς να αποξενώσεις το κοινό σου. Να φανείς κωμικός, αταίριαστος, εκτός τόπου και χρόνου. Κι όμως. Με χορογράφο την Μάντι Μουρ και συνθέτη (συμφοιτητή του και παιδικό φίλο στην τρίτη τους συνεργασία) τον Τζάστιν Χέρβιτς, ο Σαζέλ χρησιμοποιεί τη μουσική και το χορό με την ίδια έξυπνη μαεστρία, επική ένταση και πειθαρχημένη ενέργεια. Ο Χέρβιτς συντελεί πολύ σε αυτό, καθώς το μουσικό σκορ του, διαθέτει full band ευφορικές στιγμές (ηχογραφήθηκε με τον παραδοσιακό τρόπο, όλους τους μουσικούς ταυτόχρονα, στο στούντιο που ηχογραφήθηκε και το «Τραγουδώντας στη Βροχή») αλλά κι ένα πιανάκι τρυφερό,μελαγχολικό και ονειρικό, που καταγράφεται στο υποσυνείδητό σου ως αυτόματα κλασικό. Σαν να το μουρμούριζες από πάντα - από κάποιο ξεχασμένο βινύλιο του Γκέρσουιν.
Ολα όμως καταλήγουν στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Ολα θα κατέρρεαν χωρίς αυτούς. Αν ο Ράιαν Γκόσλινγκ δεν σε έπειθε ως σύγχρονος άντρας που ερωτεύεται παλιομοδίτικα: σου πιάνει το χέρι, με ακαταμάχητο, αβίαστο μαγνητισμό, για να χορέψετε στη μέση του δρόμου, ή σου χαμογελάσει από την άκρη του δωματίου - κι αυτό αρκεί. Δεν σε ξενυχτάει στο messenger με emoticons, αλλά, με αλαζονική αυτοπεποίθηση, έρχεται κάτω από το σπίτι σου, σου πατάει την κόρνα για να κατέβεις, σου πατάει κι όλα τα κουμπιά της καρδιάς σου. Αν η Εμα Στόουν δεν είχε αυτή την κοριτσίστικη γλύκα τη μία στιγμή, και την εξίσου ταιριαστή, μοιραία γοητεία της κοκκινομάλλας με ψηλά τακούνια την επόμενη. Αν τα εκφραστικά, ελαφίσια της βλέμματα δεν άστραφταν από έρωτα κι όνειρα κι αν δεν γκρεμίζονταν από απογοήτευση, με τον ίδιο αβίαστο νατουραλισμό. Αν η χημεία τους δεν ήταν τόσο ηλεκτρισμένα εύφλεκτη όσο πετούν πανέξυπνες αστείες ατάκες ο ένας στον άλλον, και τόσο ακατανίκητα συγκινητική όταν... πετούν σε έναστρους, πλασματικούς έστω, ουρανούς.
«Ομπρέλες του Χερβούργου», «West Side Story», «Tραγουδώντας στη Βροχή» κι ένα μικρό κλείσιμο ματιού στην «Καζαμπλάνκα» για το τέλος, το «La La Land» φιλοδοξεί να θυμίσει όλα αυτά και ταυτόχρονα να χαράξει τη δική του τροχιά στο χολιγουντιανό γαλαξία. Θέλει να είναι το μιούζικαλ που θα δώσει το φιλί της ζωής (ή του τελικού αποχαιρετισμού) στο είδος. Το οσκαρικό φαβορί που θα υποχρεώσει τα βαλτωμένα στούντιο να επανεξετάσουν σοβαρά πόσο πολύ αξίζει ένα εμπνευσμένο ρίσκο. Η ταινία που θα σε κάνει να τρέξεις στην αίθουσα (ξανά και ξανά) για να τη δεις όπως της πρέπει – σε μεγάλη οθόνη, ανάμεσα σε ανάσες ξένων και πνιχτά αναφιλητά. Κι ένας κινηματογραφικός έρωτας αφιερωμένος σε σένα προσωπικά που δεν σταμάτησες ποτέ να ονειρεύεσαι ασυμβίβαστα και σε σινεμασκόπ.