Λίγη ώρα μετά τους τίτλους τέλους της «Τελευταίας Παραλίας» είσαι πια σίγουρος πως οι περίπου δύο ώρες που έχουν προηγηθεί είναι κάτι περισσότερο από ένα ντοκιμαντέρ που καταγράφει το «αξιοπερίεργο» της μοναδικής παραλίας στην Ευρώπη («μήπως και στον κόσμο;», όπως αναρωτιούνται οι θαμώνες της) όπου ένας τοίχος χωρίζει τους άντρες από τις γυναίκες, σε μια παράδοση που κρατάει χρόνια.
Οχι τυχαία, η παραλία Pedocin βρίσκεται στην Τεργέστη, ένα κατεξοχήν χωνευτήρι πολιτισμών που οι κάτοικοί της έχουν να το παινεύονται πως σε διάφορες ιστορικές περιόδους βρέθηκαν στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος και ταυτόχρονα μια πόλη - άτυπο σύνορο ανάμεσα στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια, την ανατολή και τη δύση, χωρίς την ανάγκη διαβατηρίου για να βρεθείς στη γειτονική Σλοβενία και όμως με έντονο το τοπικό χρώμα μιας άλλης κι όμως τόσο ίδιας Ιταλίας που συνεχίζει ακόμη και σήμερα να αναζητά την ταυτότητά της.
Mε μια συνειδητή αίσθηση που προσομοιάζει το real time, ο Θάνος Αναστόπουλος (στο πρώτο του ντοκιμαντέρ μετά από τρεις ταινίες μυθοπλασίας: «Ολο το Βάρος του Κόσμου», «διόρθωση» και «Η Κόρη») και ο Ντάβιντε Ντελ Ντέγκαν παρακολουθούν στην πραγματικότητα μια ολόκληρη σεζόν λειτουργίας της παραλίας, στρέφοντας το βλέμμα τους σε μικρά στιγμιότυπα της καθημερινότητας των λουόμενων, σε προσωπικές διαδρομές ηρώων που αυτόματα ξεχωρίζουν από το πλήθος και από τις δύο πλευρές τους τοίχου και κυριολεκτικά φορώντας και οι ίδιοι το μαγιό τους γίνονται μέλη μιας αυτοσχέδιας κοινότητας που διέπεται από συγκεκριμένους κανόνες και ζει τη δική της ρουτίνα από την ώρα που ανοίγει η παραλία μέχρι τις 7.30 το απόγευμα που πρέπει να αδειάσει και πάλι από την αρχή, μέχρι τα πρωτοβρόχια...
Τα στιγμιότυπα είναι πολλά και καλύπτουν ένα τεράστιο φάσμα δραστηριοτήτων, λειτουργικών αναγκών της παραλίας, πρακτικών θεμάτων αλλά και θεωρητικών αναζητήσεων των λουόμενων. Από τη θερμοκρασία του νερού μέχρι το αυτόματο μηχάνημα ακύρωσης των εισιτηρίων που χαλάει συνεχώς και από την καθαριότητα μέχρι τους «αλλοδαπούς» ναυαγοσώστες, οι ώρες που η παραλία μένει ανοιχτή γεμίζουν από συζητήσεις κάθε είδους (από διαφωνίες για την έννοια της λέξης «εθνικισμός» μέχρι τα συζυγικά απόρρητα χήρων και παντρεμένων), από εικόνες διαφορετικής σημειολογίας (μια μητέρα που θηλάζει το μωρό της, ο «βασιλιάς της Pedocin» πάντα στο φόντο κάνοντας κάτι που ξέρει μόνο αυτός και κανείς άλλος) και κυρίως από ένα κομμάτι αυθεντικού κινηματογραφικού folk που χωρίς δραματικές κορυφώσεις ή έντονο συγκινησιακό βάρος, νιώθεις να απλώνεται μέσα σου σαν ένας χάρτης ενός κόσμου που συνεχίζει να βρίσκει νόημα στο απολύτως καθημερινό.
Δεν είναι τυχαίο πως οι κύριοι πρωταγωνιστές της «Τελευταίας Παραλίας» είναι άνθρωποι ηλικιωμένοι, άνθρωποι που έζησαν πολέμους, τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τώρα την Ευρώπη σε απόλυτη κρίση. Ανθρωποι που όταν τους ακούς να λένε ότι δεν θα ξαναφάνε ψάρια τώρα που η θάλασσα έχει γεμίσει από πτώματα δεν τους κρίνεις ως κυνικούς ή αδιάφορους, αλλά μπορείς να διακρίνεις τη δική τους ευαισθησία και το δικό τους τρόμο απέναντι σε μια νέα τάξη πραγμάτων που μοιάζει να τους ξεπερνά ή να τους αφήνει πίσω, εγκλωβισμένους με τη θέλησή τους μέσα στα λίγα τετραγωνικά της παραλίας που για όσους μήνες είναι ανοιχτή είναι κάτι σαν το σπίτι τους.
Μέσα εκεί, με τον τοίχο που τους χωρίζει να μοιάζει πιο ενωτικός από πολλούς άλλους που υψώνονται νοητά ή κυριολεκτικά στα ευρωπαϊκά σύνορα και στις σύγχρονες κοινωνίες (πρόσφατα και σε προεκλογικές εξαγγελίες υποψήφιων Προέδρων των Η.Π.Α.), ο Θάνος Αναστόπουλος και ο Ντάβιντε Ντελ Ντέγκαν παρακολουθούν τους ήρωές τους από απόσταση και σε κοντινό, διακριτικοί στις σιωπές τους και μέτοχοι στα αστεία τους. Μοιράζοντας ισόποσα το χρόνο τους ανάμεσα στην αντρική και τη γυναικεία πλευρά της παραλίας, βουτάνε και στο νερό, χαρίζουν μικρές στιγμές ποίησης στους πιο αγαπημένους τους από τους λουόμενους και καταγράφουν σαν να ζουν, με την ίδια οικειότητα, την ίδια χαριτωμένη ελαφρότητα, μια μελαγχολία για το χρόνο που περνάει, την τόσο αποκαλυπτική δύναμη της πραγματικότητας κόντρα στην πιο οργιαστική μυθοπλασία.
Σε ένα κομμάτι ζωής που αναπνέει πάνω στα βότσαλα, μέσα στο νερό, κάτω από τον ήλιο και στις ιστορίες που αφηγούνται πριν από τους ίδιους τους ήρωες τους τα ηλιοκαμμένα σώματα και τα πρόσωπά τους, η «Τελευταία Παραλία» μοιάζει να μιλάει για πάρα πολλά πράγματα μαζί - χωρίς ευτυχώς ποτέ να το φωνάζει ή να το υπογραμμίζει: το φόβο του θανάτου, τη συγκλονιστική αίσθηση του να φεύγεις κάθε μέρα από ένα μέρος χωρίς να γνωρίζεις αν το επόμενο πρωί όλοι με όσους ήσουν μαζί το προηγούμενο απόγευμα θα είναι ζωντανοί, τη δύναμη της παράδοσης που με αφορμή τη διχοτόμηση της παραλίας κάνει όλους να μιλούν συνεχώς για την ανεκτικότητα στο διαφορετικό, την ταυτότητα που αναζητά κάποιος ακόμη και στα 70 του χρόνια, την ομορφιά που κρύβει μια γυναίκα κάθε ηλικίας που χορεύει ξυπόλητη και ζαλισμένη από το κόκκινο κρασί, την Ευρώπη που ξέχασε πως οικοδομήθηκε πάνω στις ιδιαιτερότητες των λαών της, τους αποχαιρετισμούς που όταν τελειώσουν αφήνουν μια ησυχία τόσο άβολη σαν κάθε μικρό ή μεγάλο τέλος,
Λίγη ώρα μετά τους τίτλους τέλους της «Τελευταίας Παραλίας» είσαι πια σίγουρος πως οι δύο ώρες που έχουν προηγηθεί είναι κάτι περισσότερο από ένα ντοκιμαντέρ που καταγράφει το «αξιοπερίεργο» της μοναδικής παραλίας στην Ευρώπη («μήπως και στον κόσμο;», όπως αναρωτιούνται οι θαμώνες της) όπου ένας τοίχος χωρίζει τους άντρες από τις γυναίκες, σε μια παράδοση που κρατάει χρόνια. Εδώ το πραγματικό «αξιοπερίεργο» είναι η ανθρώπινη ζωή: το μεγαλύτερο μυστήριο και ταυτόχρονα η οριστική λύση όλων.